Εξαιρετικό (για το άνοιγμα πραγματικής πολιτικής συζήτησης) άρθρο του Παύλου Τσίμα για την εμπειρία του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος.
Στην έντονη συζήτηση που το διαπερνά, στη δύσκολη επιλογή που έχει να κάνει και στην ακόμη δυσκολότερη διαδρομή προς την ανάκαμψη που πρέπει να διανύσει, το ΠΑΣΟΚ θυμίζει εν μέρει- και τηρουμένων πολλών αναλογιών- την αντίστοιχη εμπειρία πολλών κομμάτων της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, η οποία, στο σύνολό της σχεδόν, δεν ζει τις ανθηρότερες ημέρες της. Θα άξιζε, λοιπόν, να δει κανείς λίγο προσεκτικότερα την εμπειρία του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, του μόνου κόμματος της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς που στη δύσκολη αυτή εποχή χαίρει της εύνοιας της κάλπης.
Το 1979, λοιπόν, οι Βρετανοί Εργατικοί έχασαν τις εκλογές από τους Συντηρητικούς της Μάργκαρετ Θάτσερ. Στην αδυσώπητη εσωκομματική μάχη που ξέσπασε μετά την ήττα, επικράτησε η άποψη ότι η ήττα οφειλόταν στη «δεξιά στροφή» της κυβέρνησης Κάλαχαν, στην απομάκρυνση των υπουργών που εκπροσωπούσαν την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών και στη σκληρή κόντρα της κυβέρνησης Κάλαχαν, που εφάρμοζε πολιτική «δημοσιονομικής πειθαρχίας», με τα συνδικάτα. Η αριστερή πτέρυγα υπό τον Μάικλ Φουτ κέρδισε με οριακή πλειοψηφία τη μετριοπαθή «δεξιά» πτέρυγα του Ντένις Χίλι και αμέσως έστριψε το τιμόνι του κόμματος προς τα αριστερά.
Οι Εργατικοί πήγαν «αριστερά», η Αγγλία γνώρισε μέρες σκληρής κοινωνικής αναμέτρησης, μια μερίδα της «δεξιάς» των Εργατικών αποσπάσθηκε και εγκατέλειψε (οριστικά) το κόμμα και, στην επόμενη αναμέτρηση, οι Εργατικοί κατέβηκαν με το πιο «αριστερό» μανιφέστο της ιστορίας τους, προτείνοντας έξοδο από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση κι ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Ηττήθηκαν, συγκεντρώνοντας το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό τους από το 1918- μόλις 27,6%.
Στα επόμενα δέκα χρόνια, το Εργατικό Κόμμα αναζητούσε νέα σημεία ισορροπίας, άλλαζε αρχηγούς και σώρευε εκλογικές ήττες. Η «στροφή προς τα αριστερά» έγινε το συνώνυμο της εκλογικής καταστροφής. Ο «εκσυγχρονισμός» έγινε το νέο σύνθημα για τη σωτηρία. Και εν τέλει, το 1994, ύστερα από 15 χρόνια στην αντιπολίτευση, οι Εργατικοί εμπιστεύθηκαν την τύχη τους σε έναν νέο, 41 μόλις ετών, χωρίς σπουδαία πολιτική εμπειρία, τον Τόνι Μπλερ, ο οποίος υποσχόταν την εκ θεμελίων αλλαγή, την «επανίδρυση».
Oι Νέοι Εργατικοί έκοψαν τον ομφάλιο λώρο με τη σοσιαλιστική ιδεολογική επιρροή του παρελθόντος και την οργανωτική επιρροή των συνδικάτων, υιοθέτησαν τον περίφημο «τρίτο δρόμο», μετατοπίστηκαν αποφασιστικά προς το Κέντρο, έγιναν το κόμμα της «μέσης Αγγλίας» και εν τέλει κέρδισαν τις εκλογές. Και τις ξανακέρδισαν. Και τις ξανακέρδισαν.
Και όταν οι βαριές ηθικές και πολιτικές συνέπειες της εμπλοκής στον βρώμικο πόλεμο στο Ιράκ οδήγησαν τον Μπλερ στην έξοδο, ο διαδοχός του, ο Γκόρντον Μπράουν, δημιούργησε νέες ελπίδες να επιτύχουν οι Εργατικοί το απίστευτο: να κερδίσουν και τέταρτη στη σειρά εκλογική νίκη.
Μόνο που, τώρα πια, οι υποστηρικτές του Μπράουν, αλλά και ο ίδιος ο γκουρού του «τρίτου δρόμου», ο καθηγητής Άντονι Γκίντενς, του υποδεικνύουν ότι πρέπει να κάνει ένα είδος «στροφής προς τα αριστερά». Στα χρόνια του μπλερικού «εκσυγχρονισμού», λένε, οι Εργατικοί απέδειξαν ότι μπορούν να διαχειρίζονται αποδοτικά τον δυναμισμό της οικονομίας, αλλά και να ζαχαρώνουν το χάπι με ισχυρές δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας, να «απελευθερώνουν» τις αγορές αλλά και να προσαρμόζουν το κοινωνικό κράτος στα νέα δεδομένα, να αφαιρούν από τους Συντηρητικούς ακόμη και τα πιο προνομιούχα θέματά τους (όπως η ασφάλεια και η αντιμετώπιση του εγκλήματος). Αλλά, από την άλλη πλευρά, αγνόησαν τη στοιχειώδη υποχρέωση ενός κόμματος της Αριστεράς: να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Εκείνοι για τους οποίους η παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει «ευκαιρίες» αλλά «περιθωριοποίηση» λησμονήθηκαν. Οι Εργατικοί σεβάστηκαν υπερβολικά τα φιλελεύθερα οικονομικά δόγματα, τα οποία έχουν αρχίσει να παλιώνουν, να περνά η μόδα τους. Η επείγουσα προτεραιότητα των πολιτικών περιβαλλοντικής σωτηρίας δεν έγινε σεβαστή.
«Οι νέοι Εργατικοί δεν πρέπει να χάσουν την επαφή με το Κέντρο, δεν πρέπει να πετάξουν τα πιστοποιητικά οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά πρέπει να ξαναβρούν επαφή με ένα νέο αίτημα ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής ισορροπίας, που είναι τα στοιχεία ταυτότητας μιας σύγχρονης Αριστεράς» υποδεικνύει ένα συγγενές think tank.
Γίνεται;
Το ερώτημα αφορά, προφανώς, και το ΠΑΣΟΚ. Και τη ζόρικη συζήτηση που έχει ανοίξει για τη σχέση του παρελθόντος με το μέλλον του.
Παύλος Τσίμας
ΤΑ ΝΕΑ 9/10/07
Στην έντονη συζήτηση που το διαπερνά, στη δύσκολη επιλογή που έχει να κάνει και στην ακόμη δυσκολότερη διαδρομή προς την ανάκαμψη που πρέπει να διανύσει, το ΠΑΣΟΚ θυμίζει εν μέρει- και τηρουμένων πολλών αναλογιών- την αντίστοιχη εμπειρία πολλών κομμάτων της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, η οποία, στο σύνολό της σχεδόν, δεν ζει τις ανθηρότερες ημέρες της. Θα άξιζε, λοιπόν, να δει κανείς λίγο προσεκτικότερα την εμπειρία του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, του μόνου κόμματος της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς που στη δύσκολη αυτή εποχή χαίρει της εύνοιας της κάλπης.
Το 1979, λοιπόν, οι Βρετανοί Εργατικοί έχασαν τις εκλογές από τους Συντηρητικούς της Μάργκαρετ Θάτσερ. Στην αδυσώπητη εσωκομματική μάχη που ξέσπασε μετά την ήττα, επικράτησε η άποψη ότι η ήττα οφειλόταν στη «δεξιά στροφή» της κυβέρνησης Κάλαχαν, στην απομάκρυνση των υπουργών που εκπροσωπούσαν την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών και στη σκληρή κόντρα της κυβέρνησης Κάλαχαν, που εφάρμοζε πολιτική «δημοσιονομικής πειθαρχίας», με τα συνδικάτα. Η αριστερή πτέρυγα υπό τον Μάικλ Φουτ κέρδισε με οριακή πλειοψηφία τη μετριοπαθή «δεξιά» πτέρυγα του Ντένις Χίλι και αμέσως έστριψε το τιμόνι του κόμματος προς τα αριστερά.
Οι Εργατικοί πήγαν «αριστερά», η Αγγλία γνώρισε μέρες σκληρής κοινωνικής αναμέτρησης, μια μερίδα της «δεξιάς» των Εργατικών αποσπάσθηκε και εγκατέλειψε (οριστικά) το κόμμα και, στην επόμενη αναμέτρηση, οι Εργατικοί κατέβηκαν με το πιο «αριστερό» μανιφέστο της ιστορίας τους, προτείνοντας έξοδο από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση κι ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Ηττήθηκαν, συγκεντρώνοντας το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό τους από το 1918- μόλις 27,6%.
Στα επόμενα δέκα χρόνια, το Εργατικό Κόμμα αναζητούσε νέα σημεία ισορροπίας, άλλαζε αρχηγούς και σώρευε εκλογικές ήττες. Η «στροφή προς τα αριστερά» έγινε το συνώνυμο της εκλογικής καταστροφής. Ο «εκσυγχρονισμός» έγινε το νέο σύνθημα για τη σωτηρία. Και εν τέλει, το 1994, ύστερα από 15 χρόνια στην αντιπολίτευση, οι Εργατικοί εμπιστεύθηκαν την τύχη τους σε έναν νέο, 41 μόλις ετών, χωρίς σπουδαία πολιτική εμπειρία, τον Τόνι Μπλερ, ο οποίος υποσχόταν την εκ θεμελίων αλλαγή, την «επανίδρυση».
Oι Νέοι Εργατικοί έκοψαν τον ομφάλιο λώρο με τη σοσιαλιστική ιδεολογική επιρροή του παρελθόντος και την οργανωτική επιρροή των συνδικάτων, υιοθέτησαν τον περίφημο «τρίτο δρόμο», μετατοπίστηκαν αποφασιστικά προς το Κέντρο, έγιναν το κόμμα της «μέσης Αγγλίας» και εν τέλει κέρδισαν τις εκλογές. Και τις ξανακέρδισαν. Και τις ξανακέρδισαν.
Και όταν οι βαριές ηθικές και πολιτικές συνέπειες της εμπλοκής στον βρώμικο πόλεμο στο Ιράκ οδήγησαν τον Μπλερ στην έξοδο, ο διαδοχός του, ο Γκόρντον Μπράουν, δημιούργησε νέες ελπίδες να επιτύχουν οι Εργατικοί το απίστευτο: να κερδίσουν και τέταρτη στη σειρά εκλογική νίκη.
Μόνο που, τώρα πια, οι υποστηρικτές του Μπράουν, αλλά και ο ίδιος ο γκουρού του «τρίτου δρόμου», ο καθηγητής Άντονι Γκίντενς, του υποδεικνύουν ότι πρέπει να κάνει ένα είδος «στροφής προς τα αριστερά». Στα χρόνια του μπλερικού «εκσυγχρονισμού», λένε, οι Εργατικοί απέδειξαν ότι μπορούν να διαχειρίζονται αποδοτικά τον δυναμισμό της οικονομίας, αλλά και να ζαχαρώνουν το χάπι με ισχυρές δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας, να «απελευθερώνουν» τις αγορές αλλά και να προσαρμόζουν το κοινωνικό κράτος στα νέα δεδομένα, να αφαιρούν από τους Συντηρητικούς ακόμη και τα πιο προνομιούχα θέματά τους (όπως η ασφάλεια και η αντιμετώπιση του εγκλήματος). Αλλά, από την άλλη πλευρά, αγνόησαν τη στοιχειώδη υποχρέωση ενός κόμματος της Αριστεράς: να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Εκείνοι για τους οποίους η παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει «ευκαιρίες» αλλά «περιθωριοποίηση» λησμονήθηκαν. Οι Εργατικοί σεβάστηκαν υπερβολικά τα φιλελεύθερα οικονομικά δόγματα, τα οποία έχουν αρχίσει να παλιώνουν, να περνά η μόδα τους. Η επείγουσα προτεραιότητα των πολιτικών περιβαλλοντικής σωτηρίας δεν έγινε σεβαστή.
«Οι νέοι Εργατικοί δεν πρέπει να χάσουν την επαφή με το Κέντρο, δεν πρέπει να πετάξουν τα πιστοποιητικά οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά πρέπει να ξαναβρούν επαφή με ένα νέο αίτημα ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής ισορροπίας, που είναι τα στοιχεία ταυτότητας μιας σύγχρονης Αριστεράς» υποδεικνύει ένα συγγενές think tank.
Γίνεται;
Το ερώτημα αφορά, προφανώς, και το ΠΑΣΟΚ. Και τη ζόρικη συζήτηση που έχει ανοίξει για τη σχέση του παρελθόντος με το μέλλον του.
Παύλος Τσίμας
ΤΑ ΝΕΑ 9/10/07
4 σχόλια:
Αν βρείς χρόνο διάβασε αυτό
Η ευρωπαϊκή εμπειρία της Κεντροαριστεράς
Η εκπομπή, χθές ήταν εξαιρετική.
Αγαπητέ μου Stefan, πράγματι οι παρατηρήσεις που υπάρχουν στο άρθρο θα μπορούσαν ν'αποτελέσουν βάση ουσιαστικής συζήτησης για τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Μήπως όμως αυτό που προέχει είναι να βρεθεί τρόπος να γεφυρωθούν τα ψυχικά χάσματα που προκαλούν οι αφορισμοί περί υπονομευτών και εξωθεσμικών κέντρων;
@βασίλη αδαμόπουλο
η απάντηση στο ερώτημα σου ενυπάρχει νομίζω στο post που μόλις ανέβασα.
Μια παρατήρηση μόνο. Η ίντριγκα είναι χρόνια ασθένεια στο ΠΑΣΟΚ και περιγράφεται λαμπρά με το εξής απόφθεγμα :
"Συγκέντρωση αριθμού πασόκων μεγαλύτερου των τριών είναι συνωμοσία και αποκλείεται να μείνει μυστική".
Νομίζω πως από την εμπειρία σου συμφωνείς απόλυτα !
Όσον αφορά το αγγλικό παράδειγμα η ανάλυση του αρθρογράφου (αχ που είσαι νίοτη...) είναι (ηθελημένα;) ελλειπής. Αποσιωπούνται (για λόγους χώρου; για λόγους ευκολίας; για άλλους λόγους;) βασικότατοι παράγοντες που οδήγησαν στην επικράτηση (εκλογική και στη συνέχεια ιδεολογική) του θατσερισμού. Παράγοντες όπως σχετικές ανακατατάξεις στις ταξικές συμμαχίες καθώς επίσης και ένα σημαντικότατο γεγονός που οδήγησε στην αποτροπή της γρήγορης πτώσης της Θάτσερ (σαν να λέμε δεξιά παρένθεση): ο πόλεμος στα Φώκλαντ.
Μια (λογοτεχνική) προσέγγιση της εποχής του "χειμώνα της δυσαρέσκειας" μπορεί κανείς να διαβάσει στο Η λέσχη των τιποτένιων του Τζόναθαν Κόου (μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς, εκδόσεις Πόλις). Επίσης ο θατσερισμός ως πολιτική (και όχι μόνο) πρακτική (που συνεχίστηκε βέβαια και από τους Νέους «Εργατικούς») περιγράφεται αδρά στο βιβλίο του ιδίου Τι ωραίο πλιάτσικο (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδόσεις Πόλις).
Δημοσίευση σχολίου