Είναι κακό που η χώρα βρίσκεται σε κρίση; Καλό θα ήταν να την είχε αποφύγει. Εφόσον, όμως, εξελίσσεται, ακόμα καλύτερα θα ήταν αντί να αφεθεί η κρίση στην πλήρη αποδιοργάνωση και κατάπτωση της χώρας, να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Η έννοια της κρίσης υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων και είναι αμφίσημη. Σημαίνει τόσο μια διαδικασία αποδιοργάνωσης του υπάρχοντος με κατεύθυνση την καταστροφή, όσο και μια διαδικασία εξυγίανσης μέσω της αναδιάρθρωσής του, είτε βαθμιαία, είτε ριζοσπαστικά. Το πρώτο, λοιπόν, ζητούμενο είναι να αξιοποιηθεί η κρίση με μια έννοια παραγωγικά, προκειμένου να μην παραλύσει η κοινωνία συνολικά. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο συνολικά, θα πρέπει να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την έκταση, τα επίπεδα και τις δομές / υποκείμενα αυτής της κρίσης.
Κρίση θεσμική και ενδοκομματική της ΝΔ
Κατά τη γνώμη μας η κρίση που εκδηλώθηκε αφορά σειρά από κρίκους του δημόσιου συστήματος. Αφορά, ιδιαίτερα, τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης. Δεν υπήρχαν αρκετές ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να αποτραπούν τα φαινόμενα που καταγράφηκαν στο υπουργείο πολιτισμού. Δεν υπάρχει πιθανά επαρκής έλεγχος στην ΕΥΠ. Τα προβλήματα ελέγχου του μαύρου χρήματος όπως επιτάσσει ο νόμος. Η καταπολέμηση της διαφθοράς που δεν μπορεί να περιορίζεται σε μεγαλοστομίες χωρίς πράξεις. Η κρίση που βλέπουμε μπροστά μας, είναι, λοιπόν, σε μια πρώτη ανάγνωση, κρίση της λειτουργίας κρατικών θεσμών και συνέπεια της ανικανότητας της κυβέρνησης.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υποστηρίζεται από πολλούς εντός της ΝΔ, ότι ο κ.Ζαχόπουλος αποτέλεσε τον αδύνατο κρίκο στο σύστημα Καραμανλή, όντας στενός συνεργάτης και φίλος του τελευταίου. Δηλαδή, ότι αξιοποιήθηκε μια «δευτερεύουσα» σχέση διαπλοκής ανάμεσα σε κρατικούς θεσμούς και ταμεία με συγκεκριμένα συμφέροντα. Η αξιοποίηση αυτή έγινε επειδή ορισμένοι εμπλεκόμενοι συνδέονται άμεσα με του Μαξίμου, με στόχο να κτυπηθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Μόνο, σύμφωνα πάντα με αυτή την ερμηνεία, που ο τελευταίος δεν μπορεί να ανταποδώσει, διότι πληρώνει τα αποτελέσματα της δικής του πολιτικής. Για να αναλύσει κανείς την κρίση στο επίπεδο του κυβερνώντος κόμματος, δεν έχει παρά να θέσει το ερώτημα το ποιος είναι ο κερδισμένος. Υπό ομαλές συνθήκες θα έπρεπε να είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά, επειδή οι δυνάμεις που προκάλεσαν αυτό το σκάνδαλο δεν το έκαναν προς «χάριν του Α.Παπανδρέου», έχουν λάβει μέτρα ώστε να παρεμποδίσουν την αποκόμιση ωφελημάτων από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προς τούτο, έχουν την στήριξη συγκροτημάτων με τα οποία διασυνδέονται εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία εμφανίζουν τον Γ.Παπανδρέου αδυνατούντα να προσλάβει κέρδη προκειμένου, ακριβώς, να τον παρεμποδίσουν να τα καρπωθεί. Δηλαδή, εμφανίζουν ως αποτέλεσμα αυτό που επιδιώκουν. Σε μια δεύτερη ανάγνωση πρόκειται, λοιπόν, για ενδοκομματική κρίση του κυβερνώντος κόμματος που προκαλείται από δυνάμεις που φιλοξενούνται στο εσωτερικό του και επιδιώκουν να είναι οι μοναδικά ωφελούμενοι.
Κρίση ενός τύπου ΜΜΕ
Στην Ελλάδα -που πολλοί αρέσκονται να ασχολούνται με τα «μικρά» όντας μικροί για τα Μεγάλα που έχει ανάγκη ο τόπος- έχουν διαμορφωθεί, ανάμεσα στους άλλους, δύο ειδικοί τύποι Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ο πρώτος επιδιώκει να ελέγξει το πολιτικό παιχνίδι, όχι για λόγους ιδεολογικούς ή γενικότερα κοσμοθεωρητικούς, αλλά προκειμένου να επικαθίσει της εξουσίας. Πολλοί στον χώρο των ΜΜΕ συμπεριφέρονται ως μη εκλεγμένοι βασιλιάδες. Η συμπεριφορά αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτή, από τον τρόπο που δεν επιτρέπουν να τους γίνεται οποιαδήποτε κριτική, τις προσπάθειες που καταβάλλουν να εξαφανίσουν οποιονδήποτε που δεν είναι ελεγχόμενος, καθώς και τις συστηματικές ύβρεις που εκτοξεύουν έναντι σε καθετί το αυτόνομο. Αυτός ο πρώτος τύπος που καταγράφεται σε ορισμένα ΜΜΕ, ενοχλήθηκε τα σφόδρα από την παρουσία μιας εφημερίδας που έτεινε να επεκταθεί σε συγκρότημα τύπου και ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και μάλιστα με επιτυχία. Είναι, κατά συνέπεια, λογικό και φυσικό σε ένα βαθμό, να επιδιώκεται να αξιοποιηθούν οι εκδηλώσεις κρίσης που προαναφέραμε στο θεσμικό σύστημα, προκειμένου να επαναδιαταχθεί ο συσχετισμός ισχύος εντός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και κατά προέκταση ως προς το ποιος δικαιούται να «ελέγχει» (και με τις δύο έννοιες του όρου) τις υπόλοιπες εξουσίες, ιδιαίτερα δε, το δημόσιο θεσμικό σύστημα και την ροή χρήματος απ’ αυτό. Προκειμένου να το πετύχουν αυτό, υιοθέτησαν έναντι της κυκλοφοριακά ανερχόμενης εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» τον καταγγελτικό Λόγο, που ήταν το κύριο εργαλείο της τελευταίας, ίσως λίγο πιο έμμεσα από εκείνη.
Ο δεύτερος τύπος συμπεριφοράς ΜΜΕ είναι εκείνος που έχει κάνει σε αρχή του τον καταγγελτικό Λόγο, την καταγγελτική δημοσιογραφία. Επιδεικνύει ανεξαρτησία και καταγράφει αποκαλύψεις. Δεν είναι, όμως, λίγες οι φορές, που ο αποκαλυπτικός λόγος πίσω από την καταγγελία κρύβει εκείνα που δεν καταγγέλλει. Δηλαδή, εκείνα που διαπραγματεύεται ή συναλλάσσει. Όσο πιο πειστικός ο καταγγελματισμός, τόσο πιο πιεστική η συναλλαγή. Ενδυναμωνόμενος ο καταγγελτικός λόγος, αρχίζει και απαιτεί να έχει λόγο όχι μόνο σε όσα μπορεί να αποκαλύψει, και δεν αποκαλύπτει πάντα, αλλά και στο παιχνίδι της εξουσίας. Δηλαδή, όπως ο πρώτος τύπος ΜΜΕ, εκείνος της επιρροής επί της εξουσίας προσχωρεί σε μεθόδους καταγγελίας, έτσι και ο τύπος που ειδικεύεται στις αποκαλύψεις τείνει να υιοθετήσει τις λειτουργίες των ΜΜΕ που συναλλάσσονται με την ίδια την εξουσία. Παράγοντας της τρέχουσας κρίσης είναι, λοιπόν, η σύγκρουση ανάμεσα σε ΜΜΕ καθώς και το γεγονός ότι έχουν «μπερδέψει χιαστή» τις αρχικές τους λειτουργίες και ειδίκευση. Οι καταγγέλλοντες συναλλάσσονται και οι συναλλασσόμενοι κάνουν καταγγελίες.
Η κρίση αυτή δυναμώνει εξ’ αιτίας της πολιτικής της παρούσης κυβέρνησης, όχι μόνο να επιδιώκει τον επηρεασμό των ΜΜΕ, αλλά και την προώθηση με έμμεσους τρόπους της απόκτησης άτυπων μορφών συνιδιοκτησίας των ΜΜΕ. Εάν το 1989 η ΝΔ χαρακτηριζόταν από την προσπάθεια να υπερβεί το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης με την εμφάνιση των «ελεύθερων μέσων μαζικής ενημέρωσης», σήμερα επιδιώκει να θέσει υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο τμήμα τους. Μέγιστη πηγή της κρίσης που καταγράφεται αυτές τις ημέρες είναι, λοιπόν, η προσπάθεια ποδηγέτησης των ΜΜΕ από την κυβέρνηση και επιχειρηματιών που συνδέονται οικονομικά ή έστω μόνο κοινωνικά μαζί της.
Κρίση της Κοινωνίας της Συνενοχής συνολικά
Την ελληνική κοινωνία την έχω χαρακτηρίσει ως μια «Κοινωνία Συνενοχής». Δηλαδή, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μορφοποιηθεί με τρόπο που τα αυτονόητα δικαιώματα του πολίτη να του τα αρνείται και όταν του «τα παραχωρεί» να το κάνει με τρόπο που να τον καθιστά εξαρτημένο και συνένοχο. Όταν αντί κοινωνικής κατοικίας στη χώρα μας, επί παραδείγματι, αναπτύσσεται το αυθαίρετο, τότε δεν έχουμε απλά μια μορφή κοινωνικής λειτουργίας που προσλαμβάνει νομικά χαρακτηριστικά, αλλά και μια διαδικασία που το δικαίωμα σε κατοικία μετατρέπεται σε ρουσφέτι, παρανομία και αίτηση νομιμοποίησής της. Όταν κάποιος αντί για νόμιμη κοινωνική κατοικία διεκδικεί την νομιμοποίηση του αυθαίρετού του, τότε μπορεί μεν να λαλά φωναχτά ενάντια στο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει με κάθε τρόπο να καταστεί συνένοχος μαζί του. Η τρίτη επίπτωση μιας τέτοιας σχέσης είναι ότι επιδιώκεται να λυθεί ένα τέτοιο πρόβλημα όχι μέσα από κοινωνικούς αγώνες, μαζί με συλλογικές οντότητες, αλλά μέσα από ατομικές συναλλαγές και πελατειακές σχέσεις. Αυτή, λοιπόν, η Κοινωνία της Συνενοχής, κοιτά πως θα διαχειριστεί το τρέχον και πως θα λύσει τα προβλήματα του χθες. Υπό την «καθοδήγηση» μιας υποβαθμισμένης αστικής τάξης, στην οποία τείνουν να κυριαρχήσουν τα πλέον αντιπαραγωγικά συστήματα, δεν ασχολείται η ελληνική κοινωνία με τα πραγματικά προβλήματα που μας θέτει η νέα Εποχή. Δεν κοιτά προς τα μπρος. Δεν αναδεικνύονται δυνάμεις με βάση το αύριο. Δεν υπάρχει σχεδιασμός για την ειδίκευση της χώρας στην νέα παγκόσμια ανταγωνιστικότητα.
Σε αυτή την Κοινωνία της Συνενοχής, η ενασχόληση με τα πρόσωπα της κρίσης στον τύπο, στην ΝΔ, στους θεσμούς αποτελεί μια ενασχόληση ελκυστική για την ίδια. Η ενασχόληση αυτή, αυξάνει, όμως, ταυτόχρονα, τον αποπροσανατολισμό της Κοινωνίας. Αυξάνει τη δυσπιστία της. Μια δυσπιστία που προέρχεται από την καθημερινή της επαφή και εμπειρία με τον δημόσιο τομέα, όλα αυτά που δικαίως ή αδίκως ακούει για τους θεσμούς, ιδιαίτερα εκείνους της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης, της ίδιας της κοινωνίας εντός της δημόσιας σφαίρας δρα ως παράγοντας παραγωγής απαισιοδοξίας για τα μελλούμενα και θεμέλιο αδιαφορίας για την ίδια την πολιτική.
Σ’ αυτή τη βάση, μεταφέρεται η κρίση θεσμών και κυβέρνησης σε όλο το θεσμικό σύστημα του πολιτικού γίγνεσθαι και κινδυνεύει να λειτουργήσει επιταχυντικά. Αυξάνουν τα παρεπόμενα της κρίσης διακυβέρνησης. Απ’ αυτή τη σκοπιά, οφείλουμε να παρεμποδίσουμε στην εξάπλωση της κρίσης, αλλά και στην διασύνδεσή της με άλλες σφαίρες δράσης της πολιτικής και της κοινωνίας. Σφαίρες οι οποίες, όπως τα εθνικά ζητήματα και η εκπαίδευση δεν βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση. Το δε χειρότερο που μπορεί να συμβεί, είναι να αναπαραχθεί διευρυμένα η σημερινή κρίση, αντί να τεθεί υπό μια στρατηγική επίλυσης των υπαρχόντων προβλημάτων και δημοκρατικής δημιουργικότητας.
Αξία 26.01.08
Κρίση θεσμική και ενδοκομματική της ΝΔ
Κατά τη γνώμη μας η κρίση που εκδηλώθηκε αφορά σειρά από κρίκους του δημόσιου συστήματος. Αφορά, ιδιαίτερα, τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης. Δεν υπήρχαν αρκετές ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να αποτραπούν τα φαινόμενα που καταγράφηκαν στο υπουργείο πολιτισμού. Δεν υπάρχει πιθανά επαρκής έλεγχος στην ΕΥΠ. Τα προβλήματα ελέγχου του μαύρου χρήματος όπως επιτάσσει ο νόμος. Η καταπολέμηση της διαφθοράς που δεν μπορεί να περιορίζεται σε μεγαλοστομίες χωρίς πράξεις. Η κρίση που βλέπουμε μπροστά μας, είναι, λοιπόν, σε μια πρώτη ανάγνωση, κρίση της λειτουργίας κρατικών θεσμών και συνέπεια της ανικανότητας της κυβέρνησης.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υποστηρίζεται από πολλούς εντός της ΝΔ, ότι ο κ.Ζαχόπουλος αποτέλεσε τον αδύνατο κρίκο στο σύστημα Καραμανλή, όντας στενός συνεργάτης και φίλος του τελευταίου. Δηλαδή, ότι αξιοποιήθηκε μια «δευτερεύουσα» σχέση διαπλοκής ανάμεσα σε κρατικούς θεσμούς και ταμεία με συγκεκριμένα συμφέροντα. Η αξιοποίηση αυτή έγινε επειδή ορισμένοι εμπλεκόμενοι συνδέονται άμεσα με του Μαξίμου, με στόχο να κτυπηθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Μόνο, σύμφωνα πάντα με αυτή την ερμηνεία, που ο τελευταίος δεν μπορεί να ανταποδώσει, διότι πληρώνει τα αποτελέσματα της δικής του πολιτικής. Για να αναλύσει κανείς την κρίση στο επίπεδο του κυβερνώντος κόμματος, δεν έχει παρά να θέσει το ερώτημα το ποιος είναι ο κερδισμένος. Υπό ομαλές συνθήκες θα έπρεπε να είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά, επειδή οι δυνάμεις που προκάλεσαν αυτό το σκάνδαλο δεν το έκαναν προς «χάριν του Α.Παπανδρέου», έχουν λάβει μέτρα ώστε να παρεμποδίσουν την αποκόμιση ωφελημάτων από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προς τούτο, έχουν την στήριξη συγκροτημάτων με τα οποία διασυνδέονται εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία εμφανίζουν τον Γ.Παπανδρέου αδυνατούντα να προσλάβει κέρδη προκειμένου, ακριβώς, να τον παρεμποδίσουν να τα καρπωθεί. Δηλαδή, εμφανίζουν ως αποτέλεσμα αυτό που επιδιώκουν. Σε μια δεύτερη ανάγνωση πρόκειται, λοιπόν, για ενδοκομματική κρίση του κυβερνώντος κόμματος που προκαλείται από δυνάμεις που φιλοξενούνται στο εσωτερικό του και επιδιώκουν να είναι οι μοναδικά ωφελούμενοι.
Κρίση ενός τύπου ΜΜΕ
Στην Ελλάδα -που πολλοί αρέσκονται να ασχολούνται με τα «μικρά» όντας μικροί για τα Μεγάλα που έχει ανάγκη ο τόπος- έχουν διαμορφωθεί, ανάμεσα στους άλλους, δύο ειδικοί τύποι Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ο πρώτος επιδιώκει να ελέγξει το πολιτικό παιχνίδι, όχι για λόγους ιδεολογικούς ή γενικότερα κοσμοθεωρητικούς, αλλά προκειμένου να επικαθίσει της εξουσίας. Πολλοί στον χώρο των ΜΜΕ συμπεριφέρονται ως μη εκλεγμένοι βασιλιάδες. Η συμπεριφορά αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτή, από τον τρόπο που δεν επιτρέπουν να τους γίνεται οποιαδήποτε κριτική, τις προσπάθειες που καταβάλλουν να εξαφανίσουν οποιονδήποτε που δεν είναι ελεγχόμενος, καθώς και τις συστηματικές ύβρεις που εκτοξεύουν έναντι σε καθετί το αυτόνομο. Αυτός ο πρώτος τύπος που καταγράφεται σε ορισμένα ΜΜΕ, ενοχλήθηκε τα σφόδρα από την παρουσία μιας εφημερίδας που έτεινε να επεκταθεί σε συγκρότημα τύπου και ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και μάλιστα με επιτυχία. Είναι, κατά συνέπεια, λογικό και φυσικό σε ένα βαθμό, να επιδιώκεται να αξιοποιηθούν οι εκδηλώσεις κρίσης που προαναφέραμε στο θεσμικό σύστημα, προκειμένου να επαναδιαταχθεί ο συσχετισμός ισχύος εντός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και κατά προέκταση ως προς το ποιος δικαιούται να «ελέγχει» (και με τις δύο έννοιες του όρου) τις υπόλοιπες εξουσίες, ιδιαίτερα δε, το δημόσιο θεσμικό σύστημα και την ροή χρήματος απ’ αυτό. Προκειμένου να το πετύχουν αυτό, υιοθέτησαν έναντι της κυκλοφοριακά ανερχόμενης εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» τον καταγγελτικό Λόγο, που ήταν το κύριο εργαλείο της τελευταίας, ίσως λίγο πιο έμμεσα από εκείνη.
Ο δεύτερος τύπος συμπεριφοράς ΜΜΕ είναι εκείνος που έχει κάνει σε αρχή του τον καταγγελτικό Λόγο, την καταγγελτική δημοσιογραφία. Επιδεικνύει ανεξαρτησία και καταγράφει αποκαλύψεις. Δεν είναι, όμως, λίγες οι φορές, που ο αποκαλυπτικός λόγος πίσω από την καταγγελία κρύβει εκείνα που δεν καταγγέλλει. Δηλαδή, εκείνα που διαπραγματεύεται ή συναλλάσσει. Όσο πιο πειστικός ο καταγγελματισμός, τόσο πιο πιεστική η συναλλαγή. Ενδυναμωνόμενος ο καταγγελτικός λόγος, αρχίζει και απαιτεί να έχει λόγο όχι μόνο σε όσα μπορεί να αποκαλύψει, και δεν αποκαλύπτει πάντα, αλλά και στο παιχνίδι της εξουσίας. Δηλαδή, όπως ο πρώτος τύπος ΜΜΕ, εκείνος της επιρροής επί της εξουσίας προσχωρεί σε μεθόδους καταγγελίας, έτσι και ο τύπος που ειδικεύεται στις αποκαλύψεις τείνει να υιοθετήσει τις λειτουργίες των ΜΜΕ που συναλλάσσονται με την ίδια την εξουσία. Παράγοντας της τρέχουσας κρίσης είναι, λοιπόν, η σύγκρουση ανάμεσα σε ΜΜΕ καθώς και το γεγονός ότι έχουν «μπερδέψει χιαστή» τις αρχικές τους λειτουργίες και ειδίκευση. Οι καταγγέλλοντες συναλλάσσονται και οι συναλλασσόμενοι κάνουν καταγγελίες.
Η κρίση αυτή δυναμώνει εξ’ αιτίας της πολιτικής της παρούσης κυβέρνησης, όχι μόνο να επιδιώκει τον επηρεασμό των ΜΜΕ, αλλά και την προώθηση με έμμεσους τρόπους της απόκτησης άτυπων μορφών συνιδιοκτησίας των ΜΜΕ. Εάν το 1989 η ΝΔ χαρακτηριζόταν από την προσπάθεια να υπερβεί το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης με την εμφάνιση των «ελεύθερων μέσων μαζικής ενημέρωσης», σήμερα επιδιώκει να θέσει υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο τμήμα τους. Μέγιστη πηγή της κρίσης που καταγράφεται αυτές τις ημέρες είναι, λοιπόν, η προσπάθεια ποδηγέτησης των ΜΜΕ από την κυβέρνηση και επιχειρηματιών που συνδέονται οικονομικά ή έστω μόνο κοινωνικά μαζί της.
Κρίση της Κοινωνίας της Συνενοχής συνολικά
Την ελληνική κοινωνία την έχω χαρακτηρίσει ως μια «Κοινωνία Συνενοχής». Δηλαδή, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μορφοποιηθεί με τρόπο που τα αυτονόητα δικαιώματα του πολίτη να του τα αρνείται και όταν του «τα παραχωρεί» να το κάνει με τρόπο που να τον καθιστά εξαρτημένο και συνένοχο. Όταν αντί κοινωνικής κατοικίας στη χώρα μας, επί παραδείγματι, αναπτύσσεται το αυθαίρετο, τότε δεν έχουμε απλά μια μορφή κοινωνικής λειτουργίας που προσλαμβάνει νομικά χαρακτηριστικά, αλλά και μια διαδικασία που το δικαίωμα σε κατοικία μετατρέπεται σε ρουσφέτι, παρανομία και αίτηση νομιμοποίησής της. Όταν κάποιος αντί για νόμιμη κοινωνική κατοικία διεκδικεί την νομιμοποίηση του αυθαίρετού του, τότε μπορεί μεν να λαλά φωναχτά ενάντια στο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει με κάθε τρόπο να καταστεί συνένοχος μαζί του. Η τρίτη επίπτωση μιας τέτοιας σχέσης είναι ότι επιδιώκεται να λυθεί ένα τέτοιο πρόβλημα όχι μέσα από κοινωνικούς αγώνες, μαζί με συλλογικές οντότητες, αλλά μέσα από ατομικές συναλλαγές και πελατειακές σχέσεις. Αυτή, λοιπόν, η Κοινωνία της Συνενοχής, κοιτά πως θα διαχειριστεί το τρέχον και πως θα λύσει τα προβλήματα του χθες. Υπό την «καθοδήγηση» μιας υποβαθμισμένης αστικής τάξης, στην οποία τείνουν να κυριαρχήσουν τα πλέον αντιπαραγωγικά συστήματα, δεν ασχολείται η ελληνική κοινωνία με τα πραγματικά προβλήματα που μας θέτει η νέα Εποχή. Δεν κοιτά προς τα μπρος. Δεν αναδεικνύονται δυνάμεις με βάση το αύριο. Δεν υπάρχει σχεδιασμός για την ειδίκευση της χώρας στην νέα παγκόσμια ανταγωνιστικότητα.
Σε αυτή την Κοινωνία της Συνενοχής, η ενασχόληση με τα πρόσωπα της κρίσης στον τύπο, στην ΝΔ, στους θεσμούς αποτελεί μια ενασχόληση ελκυστική για την ίδια. Η ενασχόληση αυτή, αυξάνει, όμως, ταυτόχρονα, τον αποπροσανατολισμό της Κοινωνίας. Αυξάνει τη δυσπιστία της. Μια δυσπιστία που προέρχεται από την καθημερινή της επαφή και εμπειρία με τον δημόσιο τομέα, όλα αυτά που δικαίως ή αδίκως ακούει για τους θεσμούς, ιδιαίτερα εκείνους της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης, της ίδιας της κοινωνίας εντός της δημόσιας σφαίρας δρα ως παράγοντας παραγωγής απαισιοδοξίας για τα μελλούμενα και θεμέλιο αδιαφορίας για την ίδια την πολιτική.
Σ’ αυτή τη βάση, μεταφέρεται η κρίση θεσμών και κυβέρνησης σε όλο το θεσμικό σύστημα του πολιτικού γίγνεσθαι και κινδυνεύει να λειτουργήσει επιταχυντικά. Αυξάνουν τα παρεπόμενα της κρίσης διακυβέρνησης. Απ’ αυτή τη σκοπιά, οφείλουμε να παρεμποδίσουμε στην εξάπλωση της κρίσης, αλλά και στην διασύνδεσή της με άλλες σφαίρες δράσης της πολιτικής και της κοινωνίας. Σφαίρες οι οποίες, όπως τα εθνικά ζητήματα και η εκπαίδευση δεν βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση. Το δε χειρότερο που μπορεί να συμβεί, είναι να αναπαραχθεί διευρυμένα η σημερινή κρίση, αντί να τεθεί υπό μια στρατηγική επίλυσης των υπαρχόντων προβλημάτων και δημοκρατικής δημιουργικότητας.
Αξία 26.01.08
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου