11 Φεβ 2008

Νίκος Κοτζιάς : Το Πολιτικό σύστημα και οι αλλαγές του

1. Ο προχουντικός δικομματισμός και η τύχη του το 1974

Το πολιτικό σύστημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα διεθνή ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που το επηρεάζουν, από τις συνθήκες και τις κοινωνικές διεργασίες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται η Ελλάδα, καθώς και από την ικανότητα, αποτελεσματικότητα και το προσωπικό των ίδιων των κομμάτων που το συναπαρτίζουν. Οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα μπορεί να είναι από μικρές μέχρι ακόμα και σεισμικές.

Η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου το 1963, επί παραδείγματι, ήταν μια σημαντική αλλαγή. Κάτω από το έμβλημά της συμπορεύτηκαν οι πιο διαφορετικές δυνάμεις, από κεντροδεξιές μέχρι και κεντροαριστερές. Αυτή η συσπείρωση, έδωσε στην Ενωση Κέντρου τον άνεμο της νίκης τον Νοέμβριο του 1963 καθώς και τον Φεβρουάριο του 1964. Όμως, η μη ουσιαστική πολιτική ενοποίηση των δυνάμεων που την συναποτελούσαν, καθώς και οι προσωπικές φιλοδοξίες καθώς και διασυνδέσεις πολλών στελεχών της, διευκόλυναν την αποστασία του 1965. Ανάλογα, η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, επέφεραν μια ουσιαστική αλλαγή στο πολιτικό σύστημα της χώρας και εξέφραζαν την προς τα αριστερά μετακίνηση του εκλογικού σώματος μεταχουντικά. Αντίθετα, η εμφάνιση στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, μικρότερων κομμάτων, όπως η Συμμαχία, η ΔΗΑΝΑ, το ΚΟΔΗΣΟ και τόσες άλλες ανάλογες προσπάθειες, αποτέλεσαν αλλαγές περιορισμένου δομικού χαρακτήρα. Τόσο χρονικά, διότι επέζησαν σχετικά λίγο, όσο και τοπικά, διότι δεν μπόρεσαν να πείσουν μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. Τέλος, η μεταχουντική μετεξέλιξη της κοινοβουλευτικής δεξιάς από την αμαρτωλή ΕΡΕ στην καραμανλική ΝΔ αποτέλεσε σημαντική αλλαγή ως προς τα χαρακτηριστικά του κόμματος της συντήρησης, αλλά δεν επέδρασε σεισμικά ως προς τον τύπο του κομματικού συστήματος συνολικά.

Μετά το 1974 το κομματικό σύστημα στην Ελλάδα λειτούργησε κύρια ως δικομματικό, με την έννοια ότι τα δύο μεγάλα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, εναλλάχθηκαν στην εξουσία ανάμεσα στο 1974 και το 1989, χάρη στην κάθε φορά μετατόπιση των απογοητευμένων ψηφοφόρων από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο. Μετατοπίσεις προς τρίτες δυνάμεις ήταν περιορισμένες. Ακόμα και αυτές που καταγράφονται σε τελευταίες δημοσκοπήσεις δεν είναι σεισμικές. Απλά εξαιτίας του ισχύοντος εκλογικού νόμου λαμβάνουν μεγαλύτερη λειτουργική σημασία.

2. Ο δικομματισμός και οι «αρνητές του»

Το 1989 πολλοί εκτίμησαν ότι είχε διαμορφωθεί μια μεγάλη δυνατότητα μετεξέλιξης του συνολικού πολιτικού σκηνικού. Η ΝΔ πίστευε ότι μπορούσε – και αυτό έχει μεγάλη σημασία για τις σημερινές εξελίξεις – να μετεξελιχθεί σε ένα ηγεμονικό κόμμα. Σε ένα κόμμα, δηλαδή, που να κυριαρχεί μακρόχρονα και σταθερά. Να κυβερνά μόνο ή μαζί με μικρότερες δυνάμεις χωρίς να υπάρχει εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία. Από την άλλη, η αριστερά που είχε προχωρήσει σε μια σημαντική για τα μεγέθη της αλλαγή, είχε συνενωθεί στον Συνασπισμό και πίστευε ατράνταχτα ότι με το νέο της όχημα θα μπορούσε να αποδιοργανώσει το ΠΑΣΟΚ και να «φάει» μεγάλη πίττα από την ηθική ήττα που προσπαθούσε να επιφέρει το κατεστημένο στον Α.Παπανδρέου. Με βάση αυτή τη λογική, και με πρόφαση την κάθαρση, ΝΔ και Συνασπισμός προχώρησαν στην υπό τον κ.Τζαννετάκη συγκυβέρνηση. Στόχος η αποδιοργάνωση του ΠΑΣΟΚ, με πρόσχημα τα σκάνδαλα, προκειμένου να αυξηθούν οι δυνάμεις των συγκυβερνώντων. Η πρώτη πλευρά ονειρευόταν την μεταεμφυλιακή της ηγεμονία σε άλλα πλαίσια ασφαλώς καθώς και άλλες μεθόδους, ενώ η δεύτερη την μετατροπή της ακόμα και σε αξιωματική αντιπολίτευση όπως είχε συμβεί το 1958. Χρονιά που δεν είχε ηττηθεί το Κέντρο και είχε ενισχυθεί σημαντικά η ΕΔΑ, η τότε κοινοβουλευτική αριστερά.

Όλοι μας γνωρίζουμε ότι η επίθεση ανατροπής του δικομματισμού το 1989 μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές δεν επέφερε στους συγκυβερνώντες τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στη συνέχεια, οι μεν κυβερνήσεις Μητσοτάκη δεν μπόρεσαν να σταθεροποιηθούν και η δε αριστερά είδε τις δυνάμεις της να υποχωρούν, όπως ορθά είχα προβλέψει. Διότι το «βρώμικο 1989», όπως πρώτος το χαρακτήρισα την ίδια βραδιά που παραιτήθηκα από όλες μου τις καθοδηγητικές θέσεις της αριστεράς (μερικών δεν τους αρέσει αυτό ακόμα και σήμερα. Για αυτό άλλοι θέλουν να διαγράψουν με ψέματα την ιστορία, ενώ άλλοι δεν μου το συγχωρούν και εξακολουθούν να υβρίζουν σε βάρος μου, αλλά και να σχεδιάζουν προκλήσεις), είχε δύο αδύναμες πλευρές: Η πρώτη ήταν ότι δεν έχε περιθώρια επιτυχίας μια προσπάθεια επιβολής στην κοινωνία αλλαγών στην πολιτική εκπροσώπηση μέσω παρασκηνιακών και χωρίς αρχές συμφωνιών. Η δεύτερη ότι τους πολιτικούς του αντίπαλους δεν τους στέλνει κανείς σε φυλακές. Κάτι που όφειλε να το γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους η αριστερά.

Αυτό που συγκράτησε η ιστορία από εκείνη την προσπάθεια αλλαγής του κομματικού συστήματος είναι η επίθεση «διάλυσης» του ΠΑΣΟΚ από αριστερά και δεξιά, με διαφορετικούς στόχους και προσδοκίες, αλλά μέσα από κοινή δράση, καθώς και η προσπάθεια του κατεστημένου να επιφέρει μια μεγάλη ήττα στον Α.Παπανδρέου, διότι δεν τον ήλεγχε, προκειμένου να σταθεροποιήσει στην εξουσία μια κομματική εξουσία με την οποία διέθετε ειδικές ιστορικές διασυνδέσεις. Ακόμα η ιστορία συγκράτησε μια ελληνική ιδιομορφία: Η αριστερά θεώρησε την ΝΔ ως έναν πιο συνενοήσιμο εταίρο και το ΠΑΣΟΚ ως κύριο εχθρό. Επιλογές που παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα, έστω και με ιδιαιτερότητες.

3. Το 2008 και οι σχεδιασμοί έναντι του δικομματισμού

Σήμερα η στάση των δυνάμεων από τις «δύο πλευρές» του ΠΑΣΟΚ δεν έχει αλλάξει επί της ουσίας της. Η ΝΔ πέραν της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των ολίγων δεν φροντίζει καν την λειτουργία των θεσμών και δομών που έχει η χώρα. Ακόμα, δεν έχει καμιά πρόθεση να ασχοληθεί με τα μεγάλα προβλήματα από τη σκοπιά των συμφερόντων των πολλών. Αντίθετα, η ΝΔ κυβερνά και μάλιστα με πάθος προκειμένου να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς: την παραμονή της στην κυβερνητική εξουσία και την διασφάλιση των αναγκών των κοινωνικών της στηριγμάτων. Απ’ αυτή τη σκοπιά πρώτιστο μέλημά της είναι η συνεχής αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, ασφαλώς και με την βοήθεια εκείνων που εξυπηρετεί. Ευτυχώς, αυτή η πολιτική καταγράφει, πλέον, κόστος. Διότι η υπονόμευση μόνο του αντίπαλου μέσα σε μια περίοδο σκανδάλων και έλλειψη παραγωγής πολιτικών οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερη πτώση της ΝΔ, και κύρια – σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ – σε έλλειψη προοπτικών.

Από πλευράς του ο Συνασπισμός, χάρη στο εκλογικό του αποτέλεσμα και τις δημοσκοπήσεις δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να επαναλάβει με άλλους όρους το εγχείρημα του 1989. δηλαδή να αποδομήσει το ΠΑΣΟΚ. Αρνείται σταθερά κάθε συνεργασία μαζί του. Αποκλείει κάθε συμπόρευση μαζί του παρά το γεγονός ότι η κατάσταση της χώρας είναι πολλαπλά χειρότερη από εκείνη του 1989, έτος στο οποίο συνέπραξε με τη ΝΔ. Το ερώτημα είναι, βέβαια, αν ο Συνασπισμός διαθέτει τις δυνατότητες και ικανότητες να κερδίσει με τρόπο μακρόχρονο και σταθερό την παρτίδα που έχει ανοίξει. Ή πιο σωστά, από τι θα εξαρτηθεί κάτι τέτοιο.

4. Οι επιδιώξεις των μεγάλων συμφερόντων

Τα μεγάλα συμφέροντα παίζουν σε πολλαπλά ταμπλό. Προσβλέπουν γενικά σε αδυνάτισμα του Πολιτικού. Μετά την επιδίωξη το Πολιτικό να υποταχτεί στην σφαίρα της αγοράς ως προς την οικονομική πολιτική, τώρα προσβλέπουν στην συνολική υποταγή της πολιτικής στους κυρίαρχους της αγοράς. Προκειμένου να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος επιδιώκεται η αποδυνάμωση του Γ.Παπανδρέου εντός του ΠΑΣΟΚ και του ΠΑΣΟΚ εντός του κομματικού συστήματος. Ταυτόχρονα επιδιώκεται να αυξηθούν οι εξαρτήσεις της ΝΔ από τα επιχειρηματικά συμφέροντα και επιλογές. Οι ίδιοι κύκλοι που διαφθείρουν την πολιτική, καλούν τώρα και τους μη διαφθαρμένους πολιτικούς σε υποταγή.

Οι αλλαγές, όμως, στο πολιτικό σύστημα δεν γίνονται με βάση σχεδιασμών επί χάρτου. Όπως έδειξε το 1989, αλλά και το φθινόπωρο του 2007, αυτοί δεν επαρκούν. Για να πετύχουν τέτοιοι σχεδιασμοί απαιτείται η ικανοποίηση δύο όρων-προϋποθέσεων. Ο πρώτος είναι να αποδέχονται τους σχεδιασμούς τους και ορισμένοι εξ’ αυτών των οποίων συμμετέχουν στο υπάρχον κυρίαρχο κομματικό σύστημα. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά και όταν συμβαίνει δεν αφορά, εξ’ ορισμού, όλους. Ο δεύτερος είναι να μην αντιστέκεται η κοινωνία σε τέτοια σχέδια, ακόμα «καλύτερα» να αδιαφορεί. Αν πάλι ενδιαφέρεται να νιώσει ένα έλλειμμα αντιπροσώπευσής της. Να της δημιουργηθεί δε η αυταπάτη, ότι αυτό το έλλειμμα θα καλυφθεί από τους σχεδιασμούς των ισχυρών συμφερόντων που επιθυμούν παραπέρα υποταγή της πολιτικής σε αυτά. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ψυχολογία αυτών των συμφερόντων είναι ότι οι παρεμβάσεις, απαιτήσεις, πρωτοβουλίες και ενέργειές τους είναι αυτονόητο δικαίωμά τους, ενώ να είναι απαγορευτική η αντίσταση σε αυτούς. Ως προς την υλοποίηση της πρώτης προϋπόθεσης αξιοποιούν με όλη τους τη δύναμη τις δυνατότητες που τους παρέχει η δημοκρατία. Ως προς την δεύτερη, δρουν άμεσα αντιδημοκρατικά με βάση την ασυμμετρία ισχύος που διαθέτουν. Και αυτό το τελευταίο πρέπει να αποφευχθεί.

Υπάρχει εν δυνάμει αίσθηση κρίσης αντιπροσώπευσης, έστω και εν μέρει, στην ελληνική κοινωνία? Ασφαλώς και ναι. Σ’ αυτό συμβάλλει η ηθική κρίση που διατρέχει μεγάλο μέρος της πολιτικής σκηνής. Η αύξηση της ανισότητας πλούτου ανάμεσα στους «πάνω και τους κάτω» και το γεγονός ότι τα μεσαία στρώματα τείνουν σήμερα, κατά κανόνα, περισσότερο προς τα κάτω παρά προς τα πάνω. Αυτό σημαίνει ότι εάν οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορέσουν να εκφράσουν μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία που να συμπεριλαμβάνει τα δυναμικά τμήματα της κοινωνίας σε συνδυασμό με μια στρατηγική προστασίας εκείνων που δεν διαθέτουν προοπτικές, τότε πράγματι μπορεί να υπάρξει κρίση αντιπροσώπευσης. Κρίση που θα την καλύψουν εκείνες ακριβώς οι δυνάμεις που αναφέραμε προηγούμενα. Κάλυψη επικοινωνιακή, αλλά ασφαλώς όχι πραγματική. Κατά συνέπεια η τύχη των σχεδίων επί χάρτου είναι αντίστροφη από την τύχη της συμμαχίας των ταλαντούχων και των ασθενέστερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Η πραγμάτωση της μίας σημαίνει την ήττα των άλλων και αντίστροφα.

Δημοσιεύτηκε στην Αξία του Σαββάτου 9.2.08

3 σχόλια:

tractatus είπε...

Στέφανε μπορώ να το αναρτήσω αύριο στο blog μου;

spallantzas είπε...

@tractatus
Φυσικά, με αναφορά πηγής (και πρωτότυπης) κλπ κλπ κλπ :)

tractatus είπε...

μα ναι πώς αλλιώς...;)