1. Διάθεση και Πρόθεση ψήφου: Η αντιφατική λογική των αριθμών
Στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ έλαβαν μέρος 800.000 κατά την εκλογή προέδρου και 200.000 για την εκλογή συνέδρων. Ο δεύτερος αριθμός είναι επτά φορές μεγαλύτερος από εκείνον όσων έλαβαν μέρος στις αντίστοιχες εκλογές του κυβερνητικού σοσιαλιστικού κόμματος της Πορτογαλίας. Στις εσωκομματικές εκλογές της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στην κυριολεξία σε μεγάλη κρίση, έλαβαν μέρος 90.000. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι 90.000 είναι αριθμός που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και τον περιορίσουμε στα μισά, έτσι αυθαίρετα, πάλι η νεολαία του ΠΑΣΟΚ διαθέτει πολλαπλό αριθμό μελών εκείνου της νεολαίας του Συνασπισμού. Δεν θέλω να παίξω με τους αριθμούς, αλλά απλά θέλω να υπογραμμίσω ότι μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Σύριζα μπορεί τα μεγέθη να είναι δημοσκοπικά συγκρίσιμα, αλλά σε πραγματικούς και κομματικούς αριθμούς διαφέρουν κατά πολύ. Το ίδιο ισχύει για πάρα πολλά αποτελέσματα στους μαζικούς χώρους. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που δίνουν αυξημένα ποσοστά στον Συνασπισμό, η δύναμη του τελευταίου είναι κύρια στη νεολαία και στους επιστήμονες. Όμως, επί παραδείγματι, στις πρόσφατες εκλογές του μεγαλύτερου επιστημονικού συλλόγου της χώρας, στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, ο Συνασπισμός έχασε ψήφους, δεν κέρδισε.
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να χάνει δημοσκοπικά ορισμένα ποσοστά και να υπολείπεται της ΝΔ κατά 2-3% και ανάλογα να αυξάνει το ποσοστό του Συνασπισμού, αλλά αυτές οι μετακινήσεις είναι στα χαρτιά και όχι στην πραγματική μάχη, όχι ότι υπό συνθήκες δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Αν διαβάσει κανείς με προσοχή τις δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει σε όλες ότι το ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι το δεύτερο και μάλιστα αποδυναμωμένο κόμμα ως προς την πρόθεση ψήφου, αλλά με μια διαφορετική ανάγνωση μπορεί να οδηγηθεί σε άλλα, άκρως ενδιαφέροντα, πολιτικά συμπεράσματα. Σύμφωνα με την δημοσκόπηση που παρουσίασε το «Έθνος της Κυριακής», το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό ως προς την «διάθεση» να ψηφιστεί. Δηλαδή, 60% των Ελλήνων, λέει η δημοσκόπηση, δεν αποκλείουν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ. Με άλλα λόγια το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα με τα μεγαλύτερα ποσοστά διάθεσης ψήφισής του. Πώς εξηγείται η διαφορά ανάμεσα στην πρόθεση και στην διάθεση? Νομίζω πολύ απλά, με την ελπίδα ότι το ΠΑΣΟΚ θα αλλάξει επαρκώς σε πολιτική παρουσία ώστε να πείσει ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει με επιτυχία. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται και από ένα ανάλογο ποσοστό στο ερώτημα ποιό κόμμα έχει προσφέρει περισσότερο στον τόπο (59% ΠΑΣΟΚ και 26% ΝΔ). Τέλος, όσοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ έχουν μετακινηθεί στον Συνασπισμό, επιθυμούν, ταυτόχρονα, την συνεργασία του Συνασπισμού με το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, επιθυμούν να επηρεάσει ο Συνασπισμός θετικά το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να επανέλθει το τελευταίο σε πιο προοδευτικές και αποτελεσματικές πολιτικές. Και επειδή κατά τις δημοσκοπήσεις υπάρχει δυσπιστία σε ένα τμήμα των ψηφοφόρων για το κατά πόσο μπορεί «να επανέλθει το ΠΑΣΟΚ» από μόνο του, καταφεύγουν στην δεύτερη «καλύτερη λύση». Σκοπός τους είναι να επιβληθεί αυτή «η επαναφορά» του ΠΑΣΟΚ μέσω της συνεργασίας με έναν ενδυναμωμένο Συνασπισμό.
2. Ορισμένα πολιτικά συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις
Τα πολιτικά συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει κανείς απ’ αυτά που κρύβονται πίσω από τις γενικές εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων είναι τα εξής:
Πρώτον, κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων εξακολουθεί να ελπίζει ότι το ΠΑΣΟΚ θα αλλάξει επαρκώς ώστε να είναι σε θέση να κάνει ριζοσπαστικές αλλαγές στην Ελλάδα. Έχουν, όμως, δυσπιστία στο «δημόσιο ορατά κόμμα». Είτε αυτό είναι παλιά πρωτοκλασάτα στελέχη που έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου, είτε είναι στελέχη σε μεσαίο επίπεδο που ενοχλούν τις τοπικές κοινωνίες όπου γνωρίζονται επαρκώς. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό μπορεί να οφείλεται σε πραγματικούς λόγους ή και να είναι άδικο. Όμως, επιθυμούν σε κάθε περίπτωση αλλαγές στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Από τα μέσα ή, έστω, από τα απ’ έξω.
Δεύτερον, στη χώρα υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία, τόσο εκλογική, όσο και δημοσκοπική. Αυτή βρίσκεται αριστερότερα του κέντρου. Μόνο που αυτή η πλειοψηφία δεν μπορεί να υπερβεί τις αντιφάσεις της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να κυβερνά τη χώρα η συντηρητική παράταξη που είναι σαφώς μειοψηφία.
Τρίτο, οι μετακινήσεις από το ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά δεν είναι ούτε οριστικές, ούτε σταθερές. Επιθυμία των μετακινούμενων είναι να συνεργαστεί ο Συνασπισμός με το ΠΑΣΟΚ. Το δε ΠΑΣΟΚ μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία να προσαρμοστεί προς τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής. Οι μετακινούμενοι γνωρίζουν ότι ο Συνασπισμός, όπως εξάλλου και το ΚΚΕ, εντοπίζουν και αποκαλύπτουν πραγματικά προβλήματα που συναντούν στην καθημερινότητά τους, όμως, ταυτόχρονα δεν διαθέτουν πραγματικές ή έστω άμεσες λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, ή, τέλος, αναβάλουν τη λύση τους για μια «επόμενη ημέρα». Κατά συνέπεια επιθυμούν μια νέα πολιτική και πιο ριζοσπαστική ατζέντα στην οποία ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ παραμένει κεντρικός.
Κατά συνέπεια, τέταρτον, οι ψηφοφόροι που εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις ότι μετακινούνται προς τον Συνασπισμό δεν το κάνουν αυτό «ως τελική» επιλογή. Αλλά, ως μια πρόταση προς τον Συνασπισμό να ξεφύγει η χώρα από τον σημερινό δικομματισμό όπως εκείνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και να μετακινηθεί σε έναν διπολισμό όπως στη Γαλλία.
3. Επιθυμίες των τυχόν μετακινουμένων
Αν οι δημοσκοπήσεις έχουν άδικο, κάτι που είναι πιθανότατο, τότε και η εικόνα ότι έχουμε ξεφύγει από τον παραδοσιακό δικομματισμό είναι λανθασμένη. Αν, όμως, έχουν δίκαιο, όχι τόσο αριθμητικά, αλλά ως τάση (προσωρινή ή μη) που εδώ το δεχόμαστε εν μέρει ως υπόθεση εργασίας, τότε η επιθυμία των μετακινούμενων δεν είναι η δημιουργία μιας «μεγάλης αριστεράς» η οποία θα αποκλείει το ΠΑΣΟΚ από συνεργασίες και κοινές μάχες. Ούτε η ενίσχυση κάποιου μικρομεγαλισμού μιας αριστεράς που απέτυχε μέσα στην αλαζονεία της το 1989. Αντίθετα, οι όποιοι μετακινούμενοι λαμβάνουν υπόψη τους την ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να κυβερνήσει, εφόσον αλλάξει επαρκώς. Ταυτόχρονα, όμως, επιθυμούν έναν Συνασπισμό ο οποίος θα ενισχύσει τον ρόλο του σε μια πορεία μετασχηματισμού του δικομματισμού σε διπολισμό, όπου το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορεί να επαναλαμβάνει τις πλέον αδύνατες πλευρές του, ούτε να επιβεβαιώνει τα αρνητικά του ατιμώρητα, αλλά θα υποχρεούται να μάθει και πάλι να δρα συλλογικά και ριζοσπαστικά. Να δρα πολιτικά και να σταματήσει την ενασχόληση με τα οργανωτικά για τα οργανωτικά.
Αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πραγματικές τάσεις, πράγμα που δεν είναι πάντα βέβαιο, τότε ο Συνασπισμός βρίσκεται ενώπιον μεγάλων διλημμάτων, έστω και αν προς το παρόν δείχνει να χαίρεται για τις δημοσκοπήσεις. Το πρώτο δίλημμα είναι, αν θέλει να αρκεστεί σε διαπιστώσεις για υπάρχοντα προβλήματα και σε πολιτικές παρεμπόδισης νεοσυντηρητικών λύσεων, που ασφαλώς έχουν την αξία τους, ή θα γίνει δύναμη που θα συμβάλλει στην λύση των ζητημάτων που τίθονται για τη χώρα. Διότι η συχνά ορθή καταγγελία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, με κανένα τρόπο δεν αρκεί πολιτικά για να δοθούν λύσεις στα ποικίλα προβλήματα της χώρας. Εξάλλου η αριστερά πάντα διακρινόταν όχι για την υπεράσπιση του υπάρχοντος, διότι κάτι τέτοιο δεν δημιουργεί δρόμους υπέρβασης του, αλλά πρόβαλε και προωθούσε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ριζοσπαστικές αλλαγές. Κατά συνέπεια τα κόμματα διαμαρτυρίας μπορεί να έχουν στην ιστορία φάσεις που τα ενισχύει η συγκυρία, αλλά ουδέποτε μπόρεσαν να επιβάλουν αρκούντως μακρόχρονες αλλαγές εφόσον δεν υπερέβησαν τις όποιες μονομέρειές τους.
Ο Συνασπισμός λαμβάνει ψήφους διαμαρτυρίας προς τον δικομματισμό, οι οποίοι, όμως, και αυτή είναι η ιδιαιτερότητα των μετακινούμενων στην παρούσα συγκυρία, επιθυμούν να συγκροτηθεί ένας πόλος προς τα κεντροαριστερά, με την αριστερά ενισχυμένη. Επιθυμούν την συνεργασία ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού. Εάν ο Συνασπισμός, όμως, διαβάζει την μετακίνηση στις δημοσκοπήσεις κάποιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ως αίτημα για έναν ισχυρό Συνασπισμό που θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το κόμμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού και ο οποίος θα υπογραμμίζει συνεχώς τις διαφορές παρά τη δυνατότητα διαμόρφωσης ορισμένων κοινών δράσεων, τότε ο δικομματισμός ακόμα και αδυνατισμένος θα διατηρείται. Δηλαδή, οι ψηφοφόροι θα θέλουν υπέρβαση του δικομματισμού με την διασφάλιση της έκφρασης μιας πολιτικής πλειοψηφίας πέραν του κέντρου και ο Συνασπισμός θα την αρνείται φαντασιονώμενος μια κάποια δυνατότητα να συνεχίσει αυτή η ροή μέχρι να γίνει το ίδιο η πλειοψηφική αριστερά.
Το τελευταίο, στο οποίο δείχνουν να πιστεύουν οι ηγέτες του Συνασπισμού εμπεριέχει μια λανθασμένη ερμηνεία των όσων συμβαίνουν σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο πολιτικό σύστημα σήμερα. Οι μετακινούμενοι, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες τις δημοσκοπήσεις, δεν έχουν το ίδιο όνειρο με τους ηγέτες του Συνασπισμού. Δεν ονειρεύονται έναν μεγάλο Συνασπισμό, αλλά έναν ενισχυμένο Συνασπισμό προκειμένου και το ΠΑΣΟΚ να αναγκαστεί να συνεργαστεί με την «άλλη αριστερά». Εφόσον, όμως, αντιληφθούν ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται να το πράξει ο σημερινός Συνασπισμός, τότε θα εξαρτήσουν την μελλοντική τους στάση στις επόμενες εθνικές εκλογές, από την στάση του ΠΑΣΟΚ και μόνο. Αν αυτό κάνει αλλαγές, τότε θα επανέλθουν. Αν αυτό αδυνατεί, τότε θα το ξανασκεφτούνε.
Δημοσιεύτηκε στην Αξία του Σαββατου 8.3.08
Στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ έλαβαν μέρος 800.000 κατά την εκλογή προέδρου και 200.000 για την εκλογή συνέδρων. Ο δεύτερος αριθμός είναι επτά φορές μεγαλύτερος από εκείνον όσων έλαβαν μέρος στις αντίστοιχες εκλογές του κυβερνητικού σοσιαλιστικού κόμματος της Πορτογαλίας. Στις εσωκομματικές εκλογές της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στην κυριολεξία σε μεγάλη κρίση, έλαβαν μέρος 90.000. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι 90.000 είναι αριθμός που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και τον περιορίσουμε στα μισά, έτσι αυθαίρετα, πάλι η νεολαία του ΠΑΣΟΚ διαθέτει πολλαπλό αριθμό μελών εκείνου της νεολαίας του Συνασπισμού. Δεν θέλω να παίξω με τους αριθμούς, αλλά απλά θέλω να υπογραμμίσω ότι μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Σύριζα μπορεί τα μεγέθη να είναι δημοσκοπικά συγκρίσιμα, αλλά σε πραγματικούς και κομματικούς αριθμούς διαφέρουν κατά πολύ. Το ίδιο ισχύει για πάρα πολλά αποτελέσματα στους μαζικούς χώρους. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που δίνουν αυξημένα ποσοστά στον Συνασπισμό, η δύναμη του τελευταίου είναι κύρια στη νεολαία και στους επιστήμονες. Όμως, επί παραδείγματι, στις πρόσφατες εκλογές του μεγαλύτερου επιστημονικού συλλόγου της χώρας, στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, ο Συνασπισμός έχασε ψήφους, δεν κέρδισε.
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να χάνει δημοσκοπικά ορισμένα ποσοστά και να υπολείπεται της ΝΔ κατά 2-3% και ανάλογα να αυξάνει το ποσοστό του Συνασπισμού, αλλά αυτές οι μετακινήσεις είναι στα χαρτιά και όχι στην πραγματική μάχη, όχι ότι υπό συνθήκες δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Αν διαβάσει κανείς με προσοχή τις δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει σε όλες ότι το ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι το δεύτερο και μάλιστα αποδυναμωμένο κόμμα ως προς την πρόθεση ψήφου, αλλά με μια διαφορετική ανάγνωση μπορεί να οδηγηθεί σε άλλα, άκρως ενδιαφέροντα, πολιτικά συμπεράσματα. Σύμφωνα με την δημοσκόπηση που παρουσίασε το «Έθνος της Κυριακής», το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό ως προς την «διάθεση» να ψηφιστεί. Δηλαδή, 60% των Ελλήνων, λέει η δημοσκόπηση, δεν αποκλείουν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ. Με άλλα λόγια το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα με τα μεγαλύτερα ποσοστά διάθεσης ψήφισής του. Πώς εξηγείται η διαφορά ανάμεσα στην πρόθεση και στην διάθεση? Νομίζω πολύ απλά, με την ελπίδα ότι το ΠΑΣΟΚ θα αλλάξει επαρκώς σε πολιτική παρουσία ώστε να πείσει ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει με επιτυχία. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται και από ένα ανάλογο ποσοστό στο ερώτημα ποιό κόμμα έχει προσφέρει περισσότερο στον τόπο (59% ΠΑΣΟΚ και 26% ΝΔ). Τέλος, όσοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ έχουν μετακινηθεί στον Συνασπισμό, επιθυμούν, ταυτόχρονα, την συνεργασία του Συνασπισμού με το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, επιθυμούν να επηρεάσει ο Συνασπισμός θετικά το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να επανέλθει το τελευταίο σε πιο προοδευτικές και αποτελεσματικές πολιτικές. Και επειδή κατά τις δημοσκοπήσεις υπάρχει δυσπιστία σε ένα τμήμα των ψηφοφόρων για το κατά πόσο μπορεί «να επανέλθει το ΠΑΣΟΚ» από μόνο του, καταφεύγουν στην δεύτερη «καλύτερη λύση». Σκοπός τους είναι να επιβληθεί αυτή «η επαναφορά» του ΠΑΣΟΚ μέσω της συνεργασίας με έναν ενδυναμωμένο Συνασπισμό.
2. Ορισμένα πολιτικά συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις
Τα πολιτικά συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει κανείς απ’ αυτά που κρύβονται πίσω από τις γενικές εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων είναι τα εξής:
Πρώτον, κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων εξακολουθεί να ελπίζει ότι το ΠΑΣΟΚ θα αλλάξει επαρκώς ώστε να είναι σε θέση να κάνει ριζοσπαστικές αλλαγές στην Ελλάδα. Έχουν, όμως, δυσπιστία στο «δημόσιο ορατά κόμμα». Είτε αυτό είναι παλιά πρωτοκλασάτα στελέχη που έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου, είτε είναι στελέχη σε μεσαίο επίπεδο που ενοχλούν τις τοπικές κοινωνίες όπου γνωρίζονται επαρκώς. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό μπορεί να οφείλεται σε πραγματικούς λόγους ή και να είναι άδικο. Όμως, επιθυμούν σε κάθε περίπτωση αλλαγές στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Από τα μέσα ή, έστω, από τα απ’ έξω.
Δεύτερον, στη χώρα υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία, τόσο εκλογική, όσο και δημοσκοπική. Αυτή βρίσκεται αριστερότερα του κέντρου. Μόνο που αυτή η πλειοψηφία δεν μπορεί να υπερβεί τις αντιφάσεις της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να κυβερνά τη χώρα η συντηρητική παράταξη που είναι σαφώς μειοψηφία.
Τρίτο, οι μετακινήσεις από το ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά δεν είναι ούτε οριστικές, ούτε σταθερές. Επιθυμία των μετακινούμενων είναι να συνεργαστεί ο Συνασπισμός με το ΠΑΣΟΚ. Το δε ΠΑΣΟΚ μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία να προσαρμοστεί προς τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής. Οι μετακινούμενοι γνωρίζουν ότι ο Συνασπισμός, όπως εξάλλου και το ΚΚΕ, εντοπίζουν και αποκαλύπτουν πραγματικά προβλήματα που συναντούν στην καθημερινότητά τους, όμως, ταυτόχρονα δεν διαθέτουν πραγματικές ή έστω άμεσες λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, ή, τέλος, αναβάλουν τη λύση τους για μια «επόμενη ημέρα». Κατά συνέπεια επιθυμούν μια νέα πολιτική και πιο ριζοσπαστική ατζέντα στην οποία ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ παραμένει κεντρικός.
Κατά συνέπεια, τέταρτον, οι ψηφοφόροι που εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις ότι μετακινούνται προς τον Συνασπισμό δεν το κάνουν αυτό «ως τελική» επιλογή. Αλλά, ως μια πρόταση προς τον Συνασπισμό να ξεφύγει η χώρα από τον σημερινό δικομματισμό όπως εκείνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και να μετακινηθεί σε έναν διπολισμό όπως στη Γαλλία.
3. Επιθυμίες των τυχόν μετακινουμένων
Αν οι δημοσκοπήσεις έχουν άδικο, κάτι που είναι πιθανότατο, τότε και η εικόνα ότι έχουμε ξεφύγει από τον παραδοσιακό δικομματισμό είναι λανθασμένη. Αν, όμως, έχουν δίκαιο, όχι τόσο αριθμητικά, αλλά ως τάση (προσωρινή ή μη) που εδώ το δεχόμαστε εν μέρει ως υπόθεση εργασίας, τότε η επιθυμία των μετακινούμενων δεν είναι η δημιουργία μιας «μεγάλης αριστεράς» η οποία θα αποκλείει το ΠΑΣΟΚ από συνεργασίες και κοινές μάχες. Ούτε η ενίσχυση κάποιου μικρομεγαλισμού μιας αριστεράς που απέτυχε μέσα στην αλαζονεία της το 1989. Αντίθετα, οι όποιοι μετακινούμενοι λαμβάνουν υπόψη τους την ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να κυβερνήσει, εφόσον αλλάξει επαρκώς. Ταυτόχρονα, όμως, επιθυμούν έναν Συνασπισμό ο οποίος θα ενισχύσει τον ρόλο του σε μια πορεία μετασχηματισμού του δικομματισμού σε διπολισμό, όπου το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορεί να επαναλαμβάνει τις πλέον αδύνατες πλευρές του, ούτε να επιβεβαιώνει τα αρνητικά του ατιμώρητα, αλλά θα υποχρεούται να μάθει και πάλι να δρα συλλογικά και ριζοσπαστικά. Να δρα πολιτικά και να σταματήσει την ενασχόληση με τα οργανωτικά για τα οργανωτικά.
Αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πραγματικές τάσεις, πράγμα που δεν είναι πάντα βέβαιο, τότε ο Συνασπισμός βρίσκεται ενώπιον μεγάλων διλημμάτων, έστω και αν προς το παρόν δείχνει να χαίρεται για τις δημοσκοπήσεις. Το πρώτο δίλημμα είναι, αν θέλει να αρκεστεί σε διαπιστώσεις για υπάρχοντα προβλήματα και σε πολιτικές παρεμπόδισης νεοσυντηρητικών λύσεων, που ασφαλώς έχουν την αξία τους, ή θα γίνει δύναμη που θα συμβάλλει στην λύση των ζητημάτων που τίθονται για τη χώρα. Διότι η συχνά ορθή καταγγελία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, με κανένα τρόπο δεν αρκεί πολιτικά για να δοθούν λύσεις στα ποικίλα προβλήματα της χώρας. Εξάλλου η αριστερά πάντα διακρινόταν όχι για την υπεράσπιση του υπάρχοντος, διότι κάτι τέτοιο δεν δημιουργεί δρόμους υπέρβασης του, αλλά πρόβαλε και προωθούσε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ριζοσπαστικές αλλαγές. Κατά συνέπεια τα κόμματα διαμαρτυρίας μπορεί να έχουν στην ιστορία φάσεις που τα ενισχύει η συγκυρία, αλλά ουδέποτε μπόρεσαν να επιβάλουν αρκούντως μακρόχρονες αλλαγές εφόσον δεν υπερέβησαν τις όποιες μονομέρειές τους.
Ο Συνασπισμός λαμβάνει ψήφους διαμαρτυρίας προς τον δικομματισμό, οι οποίοι, όμως, και αυτή είναι η ιδιαιτερότητα των μετακινούμενων στην παρούσα συγκυρία, επιθυμούν να συγκροτηθεί ένας πόλος προς τα κεντροαριστερά, με την αριστερά ενισχυμένη. Επιθυμούν την συνεργασία ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού. Εάν ο Συνασπισμός, όμως, διαβάζει την μετακίνηση στις δημοσκοπήσεις κάποιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ως αίτημα για έναν ισχυρό Συνασπισμό που θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το κόμμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού και ο οποίος θα υπογραμμίζει συνεχώς τις διαφορές παρά τη δυνατότητα διαμόρφωσης ορισμένων κοινών δράσεων, τότε ο δικομματισμός ακόμα και αδυνατισμένος θα διατηρείται. Δηλαδή, οι ψηφοφόροι θα θέλουν υπέρβαση του δικομματισμού με την διασφάλιση της έκφρασης μιας πολιτικής πλειοψηφίας πέραν του κέντρου και ο Συνασπισμός θα την αρνείται φαντασιονώμενος μια κάποια δυνατότητα να συνεχίσει αυτή η ροή μέχρι να γίνει το ίδιο η πλειοψηφική αριστερά.
Το τελευταίο, στο οποίο δείχνουν να πιστεύουν οι ηγέτες του Συνασπισμού εμπεριέχει μια λανθασμένη ερμηνεία των όσων συμβαίνουν σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο πολιτικό σύστημα σήμερα. Οι μετακινούμενοι, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες τις δημοσκοπήσεις, δεν έχουν το ίδιο όνειρο με τους ηγέτες του Συνασπισμού. Δεν ονειρεύονται έναν μεγάλο Συνασπισμό, αλλά έναν ενισχυμένο Συνασπισμό προκειμένου και το ΠΑΣΟΚ να αναγκαστεί να συνεργαστεί με την «άλλη αριστερά». Εφόσον, όμως, αντιληφθούν ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται να το πράξει ο σημερινός Συνασπισμός, τότε θα εξαρτήσουν την μελλοντική τους στάση στις επόμενες εθνικές εκλογές, από την στάση του ΠΑΣΟΚ και μόνο. Αν αυτό κάνει αλλαγές, τότε θα επανέλθουν. Αν αυτό αδυνατεί, τότε θα το ξανασκεφτούνε.
Δημοσιεύτηκε στην Αξία του Σαββατου 8.3.08
2 σχόλια:
Χρήσιμη η υπενθύμιση των χαμένων, των εξαφανισμένων πολιτικών αυτονόητων...
Στη δημόσια συζήτηση του τελευταίου καιρού.
@endea neos
καλως ηρθες. όντος πάντοτε είναι χρησιμα τα γραφόμενα του ΝΚ. ποιος τα λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ...δεν ξερω! Μήπως εσυ?
Δημοσίευση σχολίου