Ο νέος εθνικισμός
Όπως επανειλημμένα έχω υποστηρίξει, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το εθνικό κράτος δεν χάνεται. Αντίθετα, όποια εθνικά κράτη οργανώσουν κατά αποτελεσματικό και δημοκρατικό τρόπο τις ικανότητες και χωρητικότητές τους, αυτά θα μπορέσουν να έχουν ενεργητική παρουσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις προβλέψεις των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, που καταγραφόταν ιδιαίτερα στην Ιαπωνική και αμερικάνικη βιβλιογραφία, δεν επήλθε το τέλος του εθνικού κράτους και κατά προέκταση των εθνικισμών. Ούτε, βέβαια, επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις σύμφωνα με τον οποίο η ιστορία σταμάτησε να προχωρά με συγκρούσεις και ότι επέρχεται κάποιο τέλος της ιστορίας, όπου σύμφωνα με αυτά τα ιδεολογήματα, η νίκη του φιλελευθερισμού θα «ήταν οριστική».
Νέες συγκρούσεις
Τα θεωρητικά σχήματα περί τέλους του εθνικού κράτους και της ιστορίάς, γεννήθηκαν μαζί με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Συνόδεψαν τη διάλυσή της. Όταν ο μεγάλος αντίπαλος του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ουσιαστικά χάθηκε στη δύνη και την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όμως, σε αντίθεση με ότι προβλεπόταν πριν από 15 χρόνια η εποχή των αντιθέσεων και αντιφάσεων δεν τέλειωσε (και ούτε ήταν κάτι τέτοιο δυνατό). Νέες συγκρούσεις ήρθαν στο προσκήνιο. Ορισμένες απ’ αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό τα φαινόμενα που είχαν εκδηλωθεί σε παρελθόντες αιώνες, αλλά εμπεριείχαν και νέα στοιχεία. Τόσο της ίδιας της νεωτερικότητας, όσο και από τη σκοπιά της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα έντονα έκανε την εμφάνισή της μια νέα μορφή και τύπος οργάνωσης θρησκευτικών φανατικών κινημάτων, πριν απ’ όλα κινημάτων που είχαν ως αναφορά τους το Κοράνιο. Κινήματα τα οποία επικαλούνται οπισθοδρομικές θέσεις, όπως εκείνες της απαξίωσης της γυναίκας ή των αλλόθρησκων. Αρνούνται την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και χρησιμοποιούν ως μορφές πάλης τρομοκρατικές μεθόδους. Είναι οργανωμένα σε υπερεθνικά δίκτυα, δηλαδή, με την ποιο σύγχρονη μορφή οργάνωσης και χρησιμοποιούν την «εικόνα», τα μέσα και το διαδύκτιο ως όπλα εκφοβισμού της «κοινωνίας των αντιπάλων». Στη μάχη ενάντια σε αυτού του τύπου διαδύκτια, τα περισσότερα κράτη συντάσσονται, χωρίς, όμως, να αξιολογούν στον ίδιο βαθμό τη σημασία και έκταση του φαινομένου. Χωρίς να ιεραρχούν με τον ίδιο τρόπο τον αντίπαλο.
Όμως, τα υπερεθνικά δίκτυα που ως μορφή οργάνωσης είναι νεώτερα του εθνικού κράτους, δεν μπορούν να καλύψουν την επανεμφάνιση ισχυρών παικτών στο διεθνές προσκήνιο και τις νέες διακρατικές αντιθέσεις. Τέτοιοι παίκτες όπως είναι η Ινδία, η Κίνα, η Ρωσία και η Βραζιλία, το Ιράν και το Μεξικό, διεκδικούν νέους όρους στο διεθνές σύστημα και πριν απ’ όλα τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου από τις κατά πολύ ακόμα ισχυρότερες ΗΠΑ και ΕΕ (η τελευταία περισσότερο στην οικονομία παρά στην άμυνα).
«Ο υπόλοιπος κόσμος» έναντι της Δύσης
Οι χώρες στις οποίες αναφέρουμε στο παρόν κείμενο, έχουν δύο χαρακτηριστικά που οφείλουμε να πάρουμε υπόψη μας. Το πρώτο είναι ότι αποτελούν αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται ως «ο υπόλοιπος κόσμος χωρίς τη δύση». Με μια έννοια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτός ο «μη δυτικός κόσμος» υπήρχε πάντοτε κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων στους οποίους κυριάρχησε παγκοσμίως ο καπιταλισμός. Υπάρχει, όμως, μια θεμελιακή διαφορά. Αυτός ο «υπόλοιπος κόσμος» δεν προσδιορίζεται σήμερα, πλέον, ως ένας κόσμος που βρίσκεται σε αυξανόμενη εξάρτηση από τη δύση, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ούτε μπορεί να προσδιοριστεί ως «η περιφέρεια της δυτικής μητρόπολης». Το καινούργιο αυτού του «υπόλοιπου κόσμου» είναι ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνονται «εσωτερικές» σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις χώρες που λαμβάνουν χώρα χωρίς την μεσολάβηση της δύσης. Από την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω υπερεθνικών μέσων ενημέρωσης, μέχρι και τραπεζικές συναλλαγές γίνονται όλο και περισσότερο άμεσα, ανάμεσά τους. Οπως διαμορφώνονται εντός των μεγάλων πόλεων της δύσης παράλληλες κοινωνίες από μετανάστες που μπορεί να περάσουν όλη τους τη ζωή ανάμεσα σε συμπολίτες τους, χωρίς να έρθουν ουσιαστικά σε επαφή με τους ντόπιους ιθαγενείς, έτσι και στο παγκόσμιο σύστημα διαμορφώνονται σχέσεις παράλληλες προς την παγκοσμίως ηγεμονεύουσα δύση, πριν απ’ όλα τις ΗΠΑ.
Το πιο πάνω γεγονός σημαίνει ότι συγκροτείται σήμερα ένας κόσμος που τείνει όχι μόνο να δυναμώσει, πληθυσμιακά, συναλλαγματικά, παραγωγικά, έναντι της Δύσης, αλλά ο οποίος δεν χρειάζεται τη Δύση προκειμένου να ζήσει και να επιβιώσει. Αυτός ο κόσμος δε, αναπτύσσεται με πιο γρήγορους ρυθμούς από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Αυτό το γεγονός μπορεί να θεωρηθεί σε ένα βαθμό ως «φυσιολογικό», αφού η αφετηριακή θέση και τα μεγέθη είναι ακόμα δυσανάλογα ανάμεσα στη Δύση και τους υπόλοιπους. Από την άλλη, όσες εξηγήσεις και αν θελήσει να δώσει κανείς, η ουσία είναι ότι αυτός ο «άλλος, ο υπόλοιπος» κόσμος βρίσκεται σε διαδικασία ενδυνάμωσης και αλλαγής ισορροπιών σε σχέση με τη Δύση.
Τα χαρακτηριστικά ενίσχυσης του «υπόλοιπου κόσμου»
Η ενίσχυση των μη-δυτικών κρατών έχει τρία χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι αναπτυξιακός μοχλός είναι τόσο οι ξένες επενδύσεις, όσο και πολύ περισσότερο το εθνικό κράτος. Κατά συνέπεια το μοντέλο ανάπτυξης αυτών των κρατών θυμίζει περισσότερο μεικτή οικονομία παρά τα νεοφιλελεύθερα προστάγματα της δύσης και τους δογματισμούς της ευρωπαϊκής δεξιάς. Δεύτερον, μεγάλο τμήμα αυτών των κρατών τείνει προς τον αυταρχισμό.
Δηλαδή, σε αντίθεση με το καντιανικό πρόσταγμα, καθώς και τις δυτικές αυταπάτες, η ενδυνάμωση της οικονομίας και η δημιουργία νέων μεσαίων στρωμάτων στις χώρες που αναφερόμαστε, όπως, επίσης, η ενίσχυση του διεθνή εμπορίου σε αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια, με κανέναν τρόπο δεν προωθεί αυτόματα τον εκδημοκρατισμό στις χώρες που δεν έχουν δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου (δηλαδή Κίνα, Ιράν, σε ένα βαθμό Ρωσία και όχι, αντίθετα, Ινδία και Μεξικό), ούτε διασφαλίζει κάποια «αιώνια ειρηνική συνύπαρξη» της δύσης μαζί τους. Υπάρχει, δηλαδή, η επανεμφάνιση ισχυρών αυταρχικών καθεστώτων, που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως τον «σύγχρονο αυταρχικό καπιταλισμό». Τρίτον, η ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος συνοδεύεται από την εμφάνιση ενός τύπου εθνικισμού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εθνικισμός μεγάλων και σχετικά ισχυρών κρατών. Ο εθνικισμός αυτός συνδυάζεται με τον αυταρχισμό των προαναφερθέντων καθεστώτων, αλλά δεν θα αργήσει να κάνει εκτεταμένη εμφάνιση και σε δυτικά ισχυρά κράτη.
Δυτικός επεμβατισμός – ανθρώπινα δικαιώματα – εθνική κυριαρχία
Η οικονομική ισχυρή ανάπτυξη χωρών με αυταρχικά καθεστώτα, που δεν ανήκουν στη δύση – και ούτε θέλουν να ενταχθούν - σε συνδυασμό με τον εθνικισμό των ανερχόμενων ισχυρών δυνάμεων, εκφράζει και την ανάγκη επιβίωσης των επικεφαλής αυτών των καθεστώτων. Την ανάγκη παραμονής στην εξουσία των νέων ηγεμονικών δυνάμεων σε αυτές τις χώρες. Αυτό σημαίνει ότι για τις ίδιες προέχει να διασφαλίσουν την εξουσία τους έναντι των παρεμβατικών προθέσεων πολλών δυτικών. Απ’ αυτή την άποψη, η θεωρία της «ανθρωπιστικής επέμβασης» που έχει υιοθετήσει η ΕΕ καθώς και οι φιλελεύθεροι στις ΗΠΑ βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την επιμονή των ισχυροποιημένων αυταρχικών καθεστώτων ως προς την πρόταξη της «εθνικής κυριαρχίας» έναντι των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Διότι την πρώτη την διαβάζουν ως διασφάλιση της εξουσίας τους, ενώ τα δεύτερα ως έναν μοχλό πίεσης, αν όχι και παρέμβασης της δύσης στα εσωτερικά τους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στα Βαλκάνια. Η πολιτική αυτή θεωρείται από τους «υπόλοιπους μη δυτικούς», ιδιαίτερα όπου τα καθεστώτα είναι αυταρχικά, ως ο προάγγελος του τι μπορεί να συμβεί με τη δική τους τύχη αν το επιτρέψουν στη Δύση. Για αυτό επιμένω ότι το Κόσοβο αποτελεί τον καταλύτη στις επιλογές της «μη Δύσης» στους νέους συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν ανάμεσα στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο.
Μπορεί κατά συνέπεια να υποχώρησε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ο άμεσος ιδεολογικός πόλεμος, αλλά διαμορφώνονται και σήμερα ισχυρές αντιθέσεις και εκδηλώνεται όλο και πιο άμεσα μια σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στη δύση και «τους υπόλοιπους», ανάμεσα σε μια παρεμβατική δύση στο εσωτερικό τρίτων χωρών και σε αυταρχικές ελίτ που προτάσσουν το συμφέρον της εξουσίας τους. Αυτό το συμφέρον το οργανώνουν κάτω από έναν νέο ανερχόμενο εθνικισμό. Η εποχή των εθνικισμών πιθανά να επανέρχεται και με χειρότερους όρους απ’ ό,τι στο άμεσο παρελθόν. Ας το προσέξουμε όλοι μας.
Δημοσιεύτηκε στην Αξία 15.03.08
Όπως επανειλημμένα έχω υποστηρίξει, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το εθνικό κράτος δεν χάνεται. Αντίθετα, όποια εθνικά κράτη οργανώσουν κατά αποτελεσματικό και δημοκρατικό τρόπο τις ικανότητες και χωρητικότητές τους, αυτά θα μπορέσουν να έχουν ενεργητική παρουσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις προβλέψεις των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, που καταγραφόταν ιδιαίτερα στην Ιαπωνική και αμερικάνικη βιβλιογραφία, δεν επήλθε το τέλος του εθνικού κράτους και κατά προέκταση των εθνικισμών. Ούτε, βέβαια, επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις σύμφωνα με τον οποίο η ιστορία σταμάτησε να προχωρά με συγκρούσεις και ότι επέρχεται κάποιο τέλος της ιστορίας, όπου σύμφωνα με αυτά τα ιδεολογήματα, η νίκη του φιλελευθερισμού θα «ήταν οριστική».
Νέες συγκρούσεις
Τα θεωρητικά σχήματα περί τέλους του εθνικού κράτους και της ιστορίάς, γεννήθηκαν μαζί με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Συνόδεψαν τη διάλυσή της. Όταν ο μεγάλος αντίπαλος του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ουσιαστικά χάθηκε στη δύνη και την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όμως, σε αντίθεση με ότι προβλεπόταν πριν από 15 χρόνια η εποχή των αντιθέσεων και αντιφάσεων δεν τέλειωσε (και ούτε ήταν κάτι τέτοιο δυνατό). Νέες συγκρούσεις ήρθαν στο προσκήνιο. Ορισμένες απ’ αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό τα φαινόμενα που είχαν εκδηλωθεί σε παρελθόντες αιώνες, αλλά εμπεριείχαν και νέα στοιχεία. Τόσο της ίδιας της νεωτερικότητας, όσο και από τη σκοπιά της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα έντονα έκανε την εμφάνισή της μια νέα μορφή και τύπος οργάνωσης θρησκευτικών φανατικών κινημάτων, πριν απ’ όλα κινημάτων που είχαν ως αναφορά τους το Κοράνιο. Κινήματα τα οποία επικαλούνται οπισθοδρομικές θέσεις, όπως εκείνες της απαξίωσης της γυναίκας ή των αλλόθρησκων. Αρνούνται την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και χρησιμοποιούν ως μορφές πάλης τρομοκρατικές μεθόδους. Είναι οργανωμένα σε υπερεθνικά δίκτυα, δηλαδή, με την ποιο σύγχρονη μορφή οργάνωσης και χρησιμοποιούν την «εικόνα», τα μέσα και το διαδύκτιο ως όπλα εκφοβισμού της «κοινωνίας των αντιπάλων». Στη μάχη ενάντια σε αυτού του τύπου διαδύκτια, τα περισσότερα κράτη συντάσσονται, χωρίς, όμως, να αξιολογούν στον ίδιο βαθμό τη σημασία και έκταση του φαινομένου. Χωρίς να ιεραρχούν με τον ίδιο τρόπο τον αντίπαλο.
Όμως, τα υπερεθνικά δίκτυα που ως μορφή οργάνωσης είναι νεώτερα του εθνικού κράτους, δεν μπορούν να καλύψουν την επανεμφάνιση ισχυρών παικτών στο διεθνές προσκήνιο και τις νέες διακρατικές αντιθέσεις. Τέτοιοι παίκτες όπως είναι η Ινδία, η Κίνα, η Ρωσία και η Βραζιλία, το Ιράν και το Μεξικό, διεκδικούν νέους όρους στο διεθνές σύστημα και πριν απ’ όλα τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου από τις κατά πολύ ακόμα ισχυρότερες ΗΠΑ και ΕΕ (η τελευταία περισσότερο στην οικονομία παρά στην άμυνα).
«Ο υπόλοιπος κόσμος» έναντι της Δύσης
Οι χώρες στις οποίες αναφέρουμε στο παρόν κείμενο, έχουν δύο χαρακτηριστικά που οφείλουμε να πάρουμε υπόψη μας. Το πρώτο είναι ότι αποτελούν αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται ως «ο υπόλοιπος κόσμος χωρίς τη δύση». Με μια έννοια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτός ο «μη δυτικός κόσμος» υπήρχε πάντοτε κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων στους οποίους κυριάρχησε παγκοσμίως ο καπιταλισμός. Υπάρχει, όμως, μια θεμελιακή διαφορά. Αυτός ο «υπόλοιπος κόσμος» δεν προσδιορίζεται σήμερα, πλέον, ως ένας κόσμος που βρίσκεται σε αυξανόμενη εξάρτηση από τη δύση, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ούτε μπορεί να προσδιοριστεί ως «η περιφέρεια της δυτικής μητρόπολης». Το καινούργιο αυτού του «υπόλοιπου κόσμου» είναι ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνονται «εσωτερικές» σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις χώρες που λαμβάνουν χώρα χωρίς την μεσολάβηση της δύσης. Από την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω υπερεθνικών μέσων ενημέρωσης, μέχρι και τραπεζικές συναλλαγές γίνονται όλο και περισσότερο άμεσα, ανάμεσά τους. Οπως διαμορφώνονται εντός των μεγάλων πόλεων της δύσης παράλληλες κοινωνίες από μετανάστες που μπορεί να περάσουν όλη τους τη ζωή ανάμεσα σε συμπολίτες τους, χωρίς να έρθουν ουσιαστικά σε επαφή με τους ντόπιους ιθαγενείς, έτσι και στο παγκόσμιο σύστημα διαμορφώνονται σχέσεις παράλληλες προς την παγκοσμίως ηγεμονεύουσα δύση, πριν απ’ όλα τις ΗΠΑ.
Το πιο πάνω γεγονός σημαίνει ότι συγκροτείται σήμερα ένας κόσμος που τείνει όχι μόνο να δυναμώσει, πληθυσμιακά, συναλλαγματικά, παραγωγικά, έναντι της Δύσης, αλλά ο οποίος δεν χρειάζεται τη Δύση προκειμένου να ζήσει και να επιβιώσει. Αυτός ο κόσμος δε, αναπτύσσεται με πιο γρήγορους ρυθμούς από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Αυτό το γεγονός μπορεί να θεωρηθεί σε ένα βαθμό ως «φυσιολογικό», αφού η αφετηριακή θέση και τα μεγέθη είναι ακόμα δυσανάλογα ανάμεσα στη Δύση και τους υπόλοιπους. Από την άλλη, όσες εξηγήσεις και αν θελήσει να δώσει κανείς, η ουσία είναι ότι αυτός ο «άλλος, ο υπόλοιπος» κόσμος βρίσκεται σε διαδικασία ενδυνάμωσης και αλλαγής ισορροπιών σε σχέση με τη Δύση.
Τα χαρακτηριστικά ενίσχυσης του «υπόλοιπου κόσμου»
Η ενίσχυση των μη-δυτικών κρατών έχει τρία χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι αναπτυξιακός μοχλός είναι τόσο οι ξένες επενδύσεις, όσο και πολύ περισσότερο το εθνικό κράτος. Κατά συνέπεια το μοντέλο ανάπτυξης αυτών των κρατών θυμίζει περισσότερο μεικτή οικονομία παρά τα νεοφιλελεύθερα προστάγματα της δύσης και τους δογματισμούς της ευρωπαϊκής δεξιάς. Δεύτερον, μεγάλο τμήμα αυτών των κρατών τείνει προς τον αυταρχισμό.
Δηλαδή, σε αντίθεση με το καντιανικό πρόσταγμα, καθώς και τις δυτικές αυταπάτες, η ενδυνάμωση της οικονομίας και η δημιουργία νέων μεσαίων στρωμάτων στις χώρες που αναφερόμαστε, όπως, επίσης, η ενίσχυση του διεθνή εμπορίου σε αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια, με κανέναν τρόπο δεν προωθεί αυτόματα τον εκδημοκρατισμό στις χώρες που δεν έχουν δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου (δηλαδή Κίνα, Ιράν, σε ένα βαθμό Ρωσία και όχι, αντίθετα, Ινδία και Μεξικό), ούτε διασφαλίζει κάποια «αιώνια ειρηνική συνύπαρξη» της δύσης μαζί τους. Υπάρχει, δηλαδή, η επανεμφάνιση ισχυρών αυταρχικών καθεστώτων, που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως τον «σύγχρονο αυταρχικό καπιταλισμό». Τρίτον, η ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος συνοδεύεται από την εμφάνιση ενός τύπου εθνικισμού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εθνικισμός μεγάλων και σχετικά ισχυρών κρατών. Ο εθνικισμός αυτός συνδυάζεται με τον αυταρχισμό των προαναφερθέντων καθεστώτων, αλλά δεν θα αργήσει να κάνει εκτεταμένη εμφάνιση και σε δυτικά ισχυρά κράτη.
Δυτικός επεμβατισμός – ανθρώπινα δικαιώματα – εθνική κυριαρχία
Η οικονομική ισχυρή ανάπτυξη χωρών με αυταρχικά καθεστώτα, που δεν ανήκουν στη δύση – και ούτε θέλουν να ενταχθούν - σε συνδυασμό με τον εθνικισμό των ανερχόμενων ισχυρών δυνάμεων, εκφράζει και την ανάγκη επιβίωσης των επικεφαλής αυτών των καθεστώτων. Την ανάγκη παραμονής στην εξουσία των νέων ηγεμονικών δυνάμεων σε αυτές τις χώρες. Αυτό σημαίνει ότι για τις ίδιες προέχει να διασφαλίσουν την εξουσία τους έναντι των παρεμβατικών προθέσεων πολλών δυτικών. Απ’ αυτή την άποψη, η θεωρία της «ανθρωπιστικής επέμβασης» που έχει υιοθετήσει η ΕΕ καθώς και οι φιλελεύθεροι στις ΗΠΑ βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την επιμονή των ισχυροποιημένων αυταρχικών καθεστώτων ως προς την πρόταξη της «εθνικής κυριαρχίας» έναντι των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Διότι την πρώτη την διαβάζουν ως διασφάλιση της εξουσίας τους, ενώ τα δεύτερα ως έναν μοχλό πίεσης, αν όχι και παρέμβασης της δύσης στα εσωτερικά τους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στα Βαλκάνια. Η πολιτική αυτή θεωρείται από τους «υπόλοιπους μη δυτικούς», ιδιαίτερα όπου τα καθεστώτα είναι αυταρχικά, ως ο προάγγελος του τι μπορεί να συμβεί με τη δική τους τύχη αν το επιτρέψουν στη Δύση. Για αυτό επιμένω ότι το Κόσοβο αποτελεί τον καταλύτη στις επιλογές της «μη Δύσης» στους νέους συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν ανάμεσα στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο.
Μπορεί κατά συνέπεια να υποχώρησε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ο άμεσος ιδεολογικός πόλεμος, αλλά διαμορφώνονται και σήμερα ισχυρές αντιθέσεις και εκδηλώνεται όλο και πιο άμεσα μια σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στη δύση και «τους υπόλοιπους», ανάμεσα σε μια παρεμβατική δύση στο εσωτερικό τρίτων χωρών και σε αυταρχικές ελίτ που προτάσσουν το συμφέρον της εξουσίας τους. Αυτό το συμφέρον το οργανώνουν κάτω από έναν νέο ανερχόμενο εθνικισμό. Η εποχή των εθνικισμών πιθανά να επανέρχεται και με χειρότερους όρους απ’ ό,τι στο άμεσο παρελθόν. Ας το προσέξουμε όλοι μας.
Δημοσιεύτηκε στην Αξία 15.03.08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου