7 Απρ 2006

Η συμμετοχική διακυβέρνηση: Ρεαλισμός ή ουτοπία;

Αποσπάσματα για συζήτηση απο το βιβλίο της Μαρίας Δαμανάκη “Συμμετοχική Δημοκρατία. Εγχειρίδιο για ενδιαφερομένους” (2004, Εκδόσεις Καστανιώτη)

Η «δημοκρατική ιδιωτικοποίηση» κρατικών εταιρειών και επιχειρήσεων δημοσίου συμφέροντος συνεπάγεται την αυτοδιοίκηση και αυτόνομη διαχείρισή τους από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, εργαζομένους και τοπικούς φορείς (Ηirst, 1994). Δεν πρόκειται για μία «παλαιάς κοπής» συνεταιριστική δημοκρατία. Η δημοκρατική ιδιωτικοποίηση δίνει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να λαμβάνουν αυτοί τις αποφάσεις που τους αφορούν, σε συνδυασμό με:

  • Τον εποπτικό κρατικό έλεγχο μέσω ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, που θα επιβεβαιώνει ότι οι δραστηριότητες της αυτοδιοικούμενης οργάνωσης δεν βλάπτουν τα κρατικά συμφέροντα.
  • Τη χρησιμοποίηση τεχνοκρατικού μάνατζμεντ, που θα εξασφαλίζει υγιή οικονομική διαχείριση. Αυτή η τεχνοκρατική διοίκηση ασκείται από στελέχη, που διορίζονται είτε από το κράτος είτε από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, με άμεση ψηφοφορία ή μέσω αντιπροσώπων.
  • Την αξιοποίηση ΜΚΟ και αυτόνομων ομάδων πολιτών, που μπορεί να χρηματοδοτούνται από το κράτος και θα προσφέρουν τεχνογνωσία και βοήθεια (Μουζέλης, 2004, β). · Τη συνεργασία της εκλεγμένης τοπικής αυτοδιοίκησης.
  • Τη σύμπραξη ιδιωτών, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο (Hirst, 2000).


Τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνθέτουν ένα πρότυπο παράδειγμα συμμετοχικής διακυβέρνησης, η οποία συμπεριλαμβάνει:

  • τον κρατικό έλεγχο (πιο διακριτικό και ουσιαστικό)
  • την τεχνοκρατική-οικονομική διαχείριση (έτσι ώστε η επιχείρηση να μην καταστεί «προβληματική»)
  • την εθελοντική εργασία ΜΚΟ και ομάδων πολιτών (που θα εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών)
  • τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας (όπως αυτές εκφράζονται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους)
  • τον ιδιωτικό τομέα (μόνο όταν η συμμετοχή του συμφέρει οικονομικά το δημόσιο).


Το συμμετοχικό μοντέλο αποσκοπεί στο δημιουργικό συνδυασμό των βασικών μοντέλων διακυβέρνησης του περασμένου αιώνα (κρατικό-σοσιαλιστικό, σοσιαλδημοκρατικό, νεοφιλελεύθερο και «τρίτος δρόμος»), έτσι ώστε να αξιοποιήσει τα αξιολογότερα χαρακτηριστικά του καθενός. Από το κρατικό-σοσιαλιστικό μοντέλο υιοθετείται ο κρατικός έλεγχος, που διασφαλίζει ότι προάγεται το «κοινό καλό», το «δημόσιο συμφέρον». Από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, που εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ δικαιοσύνης και ισότητας. Από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αντλούνται τρόποι σύμπραξης του ιδιωτικού τομέα και εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης έργων και δραστηριοτήτων κοινής ωφελείας. Από τον «τρίτο δρόμο» διασφαλίζεται η γόνιμη σύζευξη του πολιτικού φιλελελευθερισμού με τη σοσιαλδημοκρατία και την οικονομία της αγοράς.

Το συμμετοχικό μοντέλο δημοκρατίας προτείνει ένα πρότυπο διακυβέρνησης, που ξεπερνά τον εναλλακτικό «τρίτο δρόμο» και προάγει την αυτονομία των πολιτών μέσα από την αυτοδιαχείριση των οργανώσεών τους (Hirst, 1997). Αποδέχεται βασικά συστατικά του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού (σεβασμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμβόλαιο κοινωνικής συναίνεσης, άνοιγμα αγορών, ανάπτυξη ανταγωνισμού) και ενσωματώνει τη δημοκρατική εκπροσώπηση των πολιτών. Δηλαδή αποδέχεται τη βασική δημοκρατική αρχή της αντιπροσώπευσης και προσπαθεί να την καταστήσει και ουσιαστικά και αναλογικά αντιπροσωπευτική. Ο στόχος είναι να εκπροσωπούνται όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα του πληθυσμού, εφόσον είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί «άμεση δημοκρατία» σε όλες τις εκδηλώσεις τους.

Είναι το μοντέλο αυτό λειτουργικά και πρακτικά εφαρμόσιμο; Μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη η σύνθεση που επαγγέλλεται, σύνθεση από ιδέες και απόψεις που προέρχονται από εντελώς διαφορετικά ρεύματα σκέψης; Η θα καταλήξει απλώς σε μια θεωρητική σύλληψη εκλεκτικισμού, που δεν θα μπορεί να εφαρμοσθεί εφόσον δεν διαθέτει κεντρικό πυρήνα και κατεύθυνση; (…)

Τα όρια της συμμετοχικής δημοκρατίας

Η συμμετοχική θεωρία της δημοκρατίας ερευνά σε μεγαλύτερο βάθος- προβληματισμό -σε σχέση με άλλες- το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση της πολιτικής συμμετοχής και την ιδανική, που περιγράφεται στις θεωρίες και προσδοκάται από τους περισσότερους. Προσπαθεί να βρει μέσα και μεθόδους που να γεφυρώνουν αυτό το χάσμα. Γι’ αυτό το σκοπό απευθύνεται στην ανάπτυξη μόνιμων ή προσωρινών μορφών άμεσης δημοκρατίας αξιοποιώντας παλιότερες μορφές συμμετοχής, αλλά και σύγχρονες με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου.

Μπορεί αυτή η προσπάθεια να δώσει λύσεις;

Στο ερώτημα αυτό υπάρχουν απαντήσεις που είναι αρνητικές εκ των προτέρων.

Ορισμένες απόψεις επισημαίνουν, λόγου χάρη, ότι το ποσοστό αποχής και αδιαφορίας των πολιτών από τα κοινά δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητα αρνητικό φαινόμενο. Το ποσοστό αυτό θεωρούν ότι εκφράζει το δικαίωμα του κάθε πολίτη να συμμετέχει ή όχι, να αυτοτοποθετείται θετικά ή αρνητικά απέναντι στην πολιτική και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Η λογική συνέπεια αυτής της άποψης είναι ότι η συμμετοχική δημοκρατία δεν έχει να λύσει ουσιώδη προβλήματα πολιτικής έκφρασης και κατά συνέπεια είναι περιττή.

Υπάρχουν επίσης τοποθετήσεις αρνητικές απέναντι στη συμμετοχική δημοκρατία που ξεκινούν από την απόρριψη της ωφελιμότητάς της. Οι τοποθετήσεις αυτές υποστηρίζουν ότι η συμμετοχική δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα να αμβλύνει το δημοκρατικό έλλειμμα. (…)

Στους αρνητές της συμμετοχικής δημοκρατίας θα πρέπει να περιληφθούν και αυτοί που τοποθετούνται αρνητικά για ιδεολογικούς λόγους. Αυτοί που ασχολούνται με το βαθύτερο κοινωνικό πρόταγμα της συμμετοχικής δημοκρατίας και τη σχέση που έχει με τη συλλογικότητα. Υπογραμμίζεται εδώ με έντονο τρόπο ότι η συμμετοχική δημοκρατία, στη σύγχρονη τουλάχιστον μορφή της, εμφανίζεται περισσότερο «ατομοκεντρική», απέχοντας από τις επίσης συμμετοχικές-κορπορατιστικές θεσπίσεις, που βασίσθηκαν στο πλαίσιο της ευρείας μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης στην Ευρώπη και οδήγησαν σε συγκεκριμένες πρακτικές, όπως οι τριμερείς διαπραγματεύσεις (κράτος-ιδιώτες-εργαζόμενοι) (Τσουκαλάς, 2004).

Πέρα από αυτές τις εκφράσεις αρνητικής στάσης απέναντι στη συμμετοχική δημοκρατία, υπάρχουν οι ρεαλιστικές-κριτικές προσεγγίσεις που αναφέρονται στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εφαρμογής της και ιδιαίτερα στις αρνητικές τους πλευρές.

Εδώ εντάσσονται ορισμένα επιχειρήματα που αφορούν την ίδια τη λειτουργία της συμμετοχικής δημοκρατίας σε σχέση με το παραγόμενο πολιτικό αποτέλεσμα. Μήπως αυτή η διευρυμένη -πλην όμως αόριστη- συμμετοχή οδηγεί στην επικυριαρχία μιας ελάχιστης μειοψηφίας; Μήπως οδηγεί σε μια δεσποτική ηγεμονία των ολίγων; Μήπως αποδυναμώνει τη δημοκρατική ουσία; (…)

Ένα άλλο πεδίο επικριτικών επιχειρημάτων αναφέρεται στις μακροπρόθεσμες προοπτικές του κοινωνικού μοντέλου της συμμετοχικής δημοκρατίας. Είναι αυτή η ευρεία κοινωνική συμμετοχή μακροπρόθεσμα ρεαλιστική; Μπορεί ο πολίτης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της; (…)

Όσον αφορά τη χρήση νέων τεχνολογιών, που δίνει στη συμμετοχική δημοκρατία νέες δυνατότητες, ασφαλώς αποτελεί ένα από τα μέσα για την προώθηση της δημοκρατίας (Παπαδημητρίου, 2003).

Όμως η χρήση των νέων τεχνολογιών δεν απευθύνεται σε όλους. Αφορά μόνο ένα μέρος του πληθυσμού, κυρίως νεότερα στην ηλικία και πιο μορφωμένα άτομα. Γενικότερα οι απαιτήσεις που θέτει η συμμετοχική δημοκρατία στους πολίτες είναι τόσο υψηλές, ώστε πολλοί πολίτες, κυρίως εκείνοι με τη λιγότερη παιδεία και με λιγότερη ευχέρεια λόγου, να μη μπορούν να ανταποκριθούν (Schmidt, 2004). (…)

Άλλοι σύγχρονοι διανοητές επιμένουν να προβάλλουν την εύθραυστη σχέση μεταξύ της συμμετοχικής δημοκρατίας και των κοινωνικών συγκρούσεων που προάγουν τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό.

Προηγουμένως αναφέρθηκε η θεωρία του «δημοκρατικού παραδόξου» (Mouffe, 2004· Τσουκαλάς, 1991). Γενικότερα υποστηρίζεται ότι η αδυναμία της συμμετοχικής δημοκρατίας να συλλάβει την ουσία των κοινωνικών αντιθέσεων είναι εγγενής. (…)

Πέρα από τις αδυναμίες στη σύλληψη της συμμετοχικής δημοκρατίας, κριτική γίνεται και στην εφαρμογή της ως συστήματος διακυβέρνησης. Μπορεί η συμμετοχική δημοκρατία να επηρεάσει την αγορά; Οι επικριτές της συμμετοχικής δημοκρατίας υποστηρίζουν ότι το μοντέλο της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης, που εφαρμόζεται στην Ευρώπη είτε από κεντροδεξιά κόμματα (Γαλλία, Ιταλία), είτε από κεντροαριστερά (Βρετανία, Γερμανία, Σουηδία) περιορίζεται στη μείωση του κρατικού ελέγχου και στην προώθηση της κοινωνίας των πολιτών και όχι στη ρύθμιση της αγοράς (Φωτόπουλος, 2004, β). Υποστηρίζουν ακόμη ότι η σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση αναπτύχθηκε σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο ανάλυσης, στο οποίο δεν έχουν θέση κοινωνικές συγκρούσεις που πηγάζουν από την ανισοκατανομή εξουσίας αλλά υπάρχουν κυρίως αιτήματα για ένα μίνιμουμ πλουραλισμού και εμβάθυνσης της δημοκρατίας. (…)

Καίριο σημείο κριτικής είναι επίσης το γεγονός ότι η συμμετοχική δημοκρατία, αναδεικνύοντας περισσότερο την κοινωνία των πολιτών, μέσω κυρίως των ΜΚΟ, κινδυνεύει να παραμερίσει ή να αγνοήσει, ως ένα σημείο, τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών, ολισθαίνοντας έτσι σε μια «ιδιότυπη αριστοκρατία» (Saurugger, 2004· Βενιζέλος, 2001). Η κριτική αυτή ωστόσο προσβάλλεται στο βαθμό που η κοινωνία των πολιτών αναπτύσσεται σε λειτουργικό συνδυασμό με την εκλεγμένη τοπική αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας έτσι προϋποθέσεις ανάπτυξης μιας διευρυμένης κοινωνίας (society at large).

Πρώτη Δημοσίευση : diablog.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: