Οικοανάπτυξη σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανάπτυξη ισορροπημένη με το φυσικό περιβάλλον και βελτίωση συνθηκών ζωής κοντά στον πολίτη, στο οικείο του περιβάλλον, στο χωριό του, στη γειτονιά του. Βρίσκεται στον αντίποδα του γιγαντισμού των εκμεταλλεύσεων των φυσικών πόρων και της υπερφόρτωσης του δομημένου περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων.
Όπως ο οικοτουρισμός είναι για παράδειγμα στον αντίποδα του μαζικού τουρισμού και οι μικρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον αντίποδα των γιγαντιαίων εργοστασίων που εξαντλούν τα ενεργειακά αποθέματα. Ταιριάζει, επομένως στα μέτρα της τοπικής Αυτοδιοίκησης και μπορούν να συμμετέχουν στο διάλογο οι τοπικές κοινωνίες.
Η στροφή προς τις ήπιες μορφές εκμετάλλευσης μπορεί να γίνει μόνον με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων κτίζοντας γέφυρες εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου για τη διεκδίκηση νέων μορφών απασχόλησης, αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής.
Αυτός ο προσανατολισμός δεν προκύπτει μόνον από τη γενικότερη ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, της υγιεινής και ποιότητας ζωής, αλλά και από την ανάγκη ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας με την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Μόνον έτσι είναι εφικτός ο επαναπροσδιορισμός που είναι νέοι τομείς που δημιουργούν τοπική απασχόληση. Αναφερόμαστε κυρίως σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και επιχειρηματικές δραστηριότητες που δημιουργούν προστιθέμενη αξία σε κάθε περιοχή.
Για παράδειγμα η στροφή προς τον οικοτουρισμό και την απασχόληση στην ύπαιθρο δημιουργεί αύξηση των περουσιακών αξιών γης στην περιφέρεια με την επανακατοίκηση χωρίς να ζημειώνουμε το περιβάλλον και με αυτό τον τρόπο η οικοανάπτυξη ως σχεδιασμός και μοντέλο είναι μια καινοτόμος πολιτική που ανοίγει νέους ορίζοντες για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Στη χώρα μας υπάρχουν ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα ολοκληρωμένων σχεδίων που μπορούμε να παρουσιάσουμε ως παράδειγμα σε τοπικό επίπεδο και στο χώρο της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο είναι αναγκαίο αυτά που υφίστανται ν’ αναδειχθούν για να παραδειγματιστούν τουλάχιστον εκείνοι που αναζητούν ένα όραμα για τις τοπικές κοινωνίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα κόμματα δεν έχει εισαχθεί ακόμη αυτός ο όρος της οικοανάπτυξης, τουλάχιστον ως θεματική πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση. Κι’ αυτό το έλλειμμα πολιτικής στερεί από το εγχείρημα από τις προωθητικές δυνάμεις της κοινωνίας που μόνον η πολιτική μπορεί να ενεργοποιήσει. Επομένως είναι προς αναζήτηση το πολιτικό υποκείμενο , δηλαδή οι συλλογικότητες εκείνες που συνθέτουν την κοινωνία των πολιτών σε δίκτυα, όπως οι οικολογικές οργανώσεις, το κίνημα των καταναλωτών, οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι και εν γένει οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Ουσιαστικά, η βιώσιμη και πρασινη ανάπτυξη είναι μια στρατηγική επιλογή επένδυσης που βασίζεται στην ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων προκειμένου να αναληφθούν επενδυτικές πρωτοβουλίες για την αναγέννηση της υπαίθρου. Αυτοί που πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον είναι οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης και πρέπει να δοθεί ζωτικός χώρος πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών πέρα από τα όρια του κράτους και της αγοράς.Ο χώρος όμως αυτός είναι διεκδικούμενος από τους παραπάνω φορείς, δεν προκύπτει ως παραχώρηση.
Η κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων προϋποθέτει πριν από όλα τοπικό όραμα και σχεδιασμό. Οι οραματιστές είναι απαραίτητοι για να δώσουν νόημα και ενεργητικότητα στον πατριωτισμό της τοπικής κοινωνίας ώστε να την κινητοποιήσουν, και οι τεχνοκράτες στη συνέχεια είναι απαραίτητοι για τον σχεδιασμό , τις μελέτες και την οργανωτική κουλτούρα που χρειάζεται για να αναπτυχθεί με σχέδιο η τοπική οικονομία.
Οι Δήμοι μπορούν ν’ αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής τους μέσα από την εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων. Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη και προώθηση μπορούν να παίξουν οι εθελοντές για το περιβάλλον και τον πολιτισμό στα πλαίσια των μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως ήδη κάνουν πολλές οργανώσεις αν και όχι τόσο συντονισμένα. Ο συνδυασμός αναπτυξιακών στόχων και η κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων συνθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο της οικοανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, η μέχρι τώρα πράξη έχει δείξει ότι η νέα φιλοσοφία της τοπικής ανάπτυξης δεν έγινε αντιληπτή από τα κέντρα αποφάσεων. Στην πολιτική πρακτική στις περισσότερες των περιπτώσεων επικρατεί η γνωστή παλιά λογική του άμεσου και βραχυχρόνιου «πολιτικού κόστους». Και το χειρότερο είναι που αυτό δεν ισχύει μόνο για την περιφέρεια, όπου οι δήμοι αγωνιούν να επιβιώσουν μέσα στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες και κάτω από το βάρος των πιέσεων της αγοράς «να βγάζουν μόνοι τους το φίδι από την τρύπα», αλλά ακόμα και οι κεντρικές δομές της πολιτείας πολύ συχνά υποκύπτουν στις επιταγές του σχετικού και άμεσου πολιτικού οφέλους.
Μόνο ένας μακρόπνοος σχεδιασμός μπορεί να ετοιμάσει την αυριανή κοινωνική ολοκλήρωση και συνοχή, μια διευρυμένη κοινωνική πράσινη οικονομία με τη βέλτιστη χρήση των χρηματοδοτικών πόρων σε υποδομές που θα αποδώσουν τα αναμενόμενα με το πλήρωμα του χρόνου.
Ευελπιστούμε ότι όλο και περισσότερο οι τοπικές κοινωνίες θα αντιλαμβάνονται τις νέες συνθήκες και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους θα σχεδιάζουν και θα διεκδικούν, ώστε σταδιακά η νέα σκέψη, η νέα βιώσιμη αντίληψη για την ανάπτυξη, να διεισδύσει και στη γενικότερη πολιτική σκέψη και πράξη.
Δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο!
Πρώτη δημοσίευση : diablog.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου