«Αφού ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ εκχώρησε το 62% του ΟΤΕ, σήμερα ως αντιπολίτευση κρύβεται πίσω από αντικοινοβουλευτικές συμπεριφορές. Αρνείται το διάλογο, γιατί προφανώς δεν έχει επιχειρήματα και αγνοεί τη βασική αρχή της δημοκρατίας, την αρχή της πλειοψηφίας».
Αυτό ήταν δια στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου το επιμύθιο της χθεσινής μάχης στη Βουλή για τροπολογία για τον ΟΤΕ. Τα πρώτα αυθόρμητα σχόλια:
Σχόλιο 1o : Από πότε το 42% είναι πλειοψηφία στη Δημοκρατία;
Σχόλιο 2ο : Από πότε θεωρείται αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά να μην νομιμοποιείς την αδιαφάνεια;
Σχόλιο 3ο : Η ΝΔ εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται ότι είναι κυβέρνηση και όχι αντιπολίτευση.
Αλλά ας πάμε στα σοβαρά και στην ουσία.
Ενέργεια, μεταφορές και τηλεπικοινωνίες αποτελούν εδώ και χρόνια τους βασικούς τομείς έκρηξης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι αλλαγές, οι εξαγορές, οι συγχωνεύσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά ακόμη και οι επανακρατικοποιήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο εναλλάσσονται με γρήγορους ρυθμούς. Οι μεγάλοι «παίκτες» κατά κανόνα καταλήγουν να ενισχύουν τη θέση τους σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά δεν λείπουν και οι εστίες αντίστασης, κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ειδικά στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, οι ρυθμοί μεταβολών είναι ασύλληπτα ταχείς, κυρίως εξαιτίας της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν την απεξάρτηση της επικοινωνίας από το ενσύρματο δίκτυο και δίνουν τη δυνατότητα σε παρόχους να προσφέρουν φτηνές και καλές υπηρεσίες στους καταναλωτές. Ταυτόχρονα όμως αυτή η «απελευθέρωση» δημιουργεί διαρκώς καινούργια και πρωτόγνωρα προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες και τις κρατικές οντότητες. Προβλήματα που έχουν να κάνουν τόσο με την εθνική ασφάλεια όσο και με τις ατομικές ελευθερίες. Ο «μεγάλος αδερφός» ισχυροποίησε τελικά τη θέση του μέσω της απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών ενώ η κοινωνία πασχίζει να θέσει νέους κανόνες σε αυτό το «δύσκολο παιχνίδι».
Οι μεγάλοι κρατικοί τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί που μέχρι πριν λίγα χρόνια έλεγχαν απόλυτα το σύστημα, πιέστηκαν από τις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, εκμεταλλευόμενοι κυρίως το μονοπώλιο που είχαν (και εξακολουθούν κατά κύριο λόγο να έχουν) στη σταθερή ενσύρματη επικοινωνία. Απελευθερώθηκαν από το σφιχτό κρατικό παρεμβατισμό, μετατράπηκαν σε πολυμετοχικές εταιρείες, εισήχθηκαν στα χρηματιστήρια, εκσυγχρονίστηκαν ταχύτατα τεχνολογικά, δέχτηκαν τους κανόνες της αγοράς, έριξαν τις τιμές των υπηρεσιών τους και παρέμειναν ανταγωνιστικοί, πολλές φορές ισχυροποιώντας τη θέση τους κύρια μέσα από τον ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα της κινητής τηλεφωνίας. Στην Ευρώπη οι «μεγάλοι παίκτες» εξακολουθούν στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι τα «πρώην» κρατικά μονοπώλια (Deutsche Telekom, Telefonica, France Telecom κλπ) και οι τρίτοι πάροχοι σπάνια επιβιώνουν αν δεν συμμαχήσουν μαζί τους (στην ουσία, αν δεν υποταχτούν σε αυτούς).
Στην Ελλάδα, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εξελίξεις – παρά τις βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας υποχρεώσεις- έρχονται με καθυστέρηση 20ετίας και γι αυτό το λόγο οι αλλαγές γίνονται σχεδόν πάντοτε υπό πίεση.
Ο ΟΤΕ είναι μέχρι σήμερα ο μοναδικός φορέας του Δημοσίου που σε καμιά περίοδο της ζωής του δεν υπήρξε ζημιογόνος, αν και λειτούργησε πάντοτε με τον ίδιο αναχρονιστικό τρόπο και στο όνομα μικροκομματικών, ρουσφετολογικών και συντεχνιακών λογικών. Αυτές οι λογικές και σκοπιμότητες εμπόδισαν τις εκάστοτε (απολύτως εξαρτημένες) διοικήσεις του να συλλάβουν το μέγεθος των ανατροπών που έρχονταν και να αναλάβουν δυναμικές πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης.
Τα πρώτα αδιέξοδα έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν η Ελλάδα είχε τις ακριβότερες και χειρότερες ποιοτικά τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στην Ευρώπη. Η ατυχής πολιτική συγκυρία της εποχής, να βρίσκεται δηλαδή στην κυβέρνηση η «Μητσοτατική παρέα» οδήγησε στην πρώτη απόπειρα αλλαγής των κατεστημένων. Ο κύριος Μητσοτάκης διάλεξε την εύκολη λύση, δηλαδή το ξεπούλημα. Δεν υπολόγισε όμως ούτε τις αντοχές του συστήματος ούτε την αντίδραση της απληροφόρητης και καχύποπτης κοινωνίας. Η απόπειρα ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ υπήρξε μία (αν όχι η βασική) από τις κύριες αιτίες πτώσης της κυβέρνησής του.
Στη δεύτερη περίοδο ΠΑΣΟΚ, οι ιδιωτικοποιήσεις Μητσοτάκη αντικαταστάθηκαν επί Ανδρέα Παπανδρέου από τις «κοινωνικοποιήσεις» και επί Σημίτη από τις «μετοχοποιήσεις» και τον «εκσυγχρονισμό». Το κράτος περιόρισε σταδιακά τη συμμετοχή του στον ΟΤΕ στο 38% και στη διοίκηση, η ανώνυμη πια εταιρεία έκανε βήματα εκσυγχρονισμού, επιχείρησε και πέτυχε την παρέμβαση της σε αγορές των Βαλκανίων και διατήρησε, χάρις κυρίως στην υποδομή της και την περιουσία της, τον κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή. Εκείνο δε που της έδωσε μεγάλη ώθηση, αν και έγινε και αυτό πρόχειρα, καθυστερημένα και με συγκριτικά μεγάλο κόστος, ήταν η είσοδός της στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας.
Όμως κάποια βασικά πράγματα μεταβλήθηκαν ελάχιστα. Ο ΟΤΕ εξακολουθεί και σήμερα να παρέχει τις ακριβότερες υπηρεσίες στην Ευρώπη (κύρια στους τομείς των νέων τεχνολογιών και του ίντερνετ), ελέγχοντας λόγω των υποδομών του απόλυτα τις τιμές στην αγορά. Ο Οργανισμός παραμένει δέσμιος των αναχρονιστικών δομών διοίκησης και διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων του, που στηρίζονται στα κατάλοιπα των πανίσχυρων συντεχνιών του παρελθόντος που επιβιώνουν και σήμερα. Παράλληλα ο εκσυγχρονισμός των υποδομών του στηρίχθηκε σε αδιαφανείς και μονόπλευρες επιλογές προμηθευτών που ανέβασαν το κόστος του σε αδικαιολόγητα ύψη.
Όλοι σήμερα, μηδενός εξαιρουμένου, πιστεύουν πως ο εθνικός τηλεπικοινωνιακός φορέας χρειάζεται ένα νέο γερό «σοκ» για να παραμείνει ανταγωνιστικός. Η «νέα διακυβέρνηση» ισχυρίζεται ότι αυτό θα επιτευχθεί με την εύρεση ενός «στρατηγικού συμμάχου» που θα συμμετέχει και στο management της εταιρείας, μειώνοντας πια όχι μόνο αριθμητικά αλλά και επί της ουσίας τη κρατική παρέμβαση στις τηλεπικοινωνίες. Την προηγούμενη εβδομάδα πέρασε στη Βουλή ένα νόμο που στα λόγια τουλάχιστον κινείται- αν και όχι ξεκάθαρα- προς αυτή την κατεύθυνση, καταργώντας το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής του δημοσίου στον οργανισμό και αλλάζοντας το εργασιακό καθεστώς στα πρότυπα της θυγατρικής Cosmote, δηλαδή καταργώντας στην ουσία τη μονιμότητα και θεσμοθετώντας την πρόσληψη με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Μέχρις εδώ θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι παίρνουμε τα μηνύματα των καιρών, επιλέγουμε οικονομική πολιτική και πράττουμε σωστά. Ξεφεύγουμε από τις κρατικίστικες δομές και απελευθερώνουμε τις δυνάμεις ενός κλάδου με εξαιρετικές προοπτικές να αναπτυχθεί με βάση τα σύγχρονα πρότυπα. Είναι όμως έτσι; Γιατί άλλο πράγμα είναι να απελευθερώνεις υπηρεσίες , άλλο να μετοχοποιείς με διαφάνεια διατηρώντας τη βασική μετοχή και τα γερά χαρτιά και άλλο να ξεπουλάς υποδομές και διοίκηση και ό,τι πιο δυναμικό έχεις.
Η εύκολη απάντηση που μπορεί να δώσει κανείς είναι : «Ναι, μα θα πάρεις λεφτά γι αυτό». Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πανηγύρι!
Ερώτημα 1ο : Πόσο αποτιμάται σήμερα η δημόσια συμμετοχή στον ΟΤΕ? Πόση και ποια είναι η περιουσία του; Τι αξία έχουν οι υποδομές του; Τι το ανθρώπινο δυναμικό του; Και βέβαια πόσο κάνει και ο «αέρας» που λέει και η πιάτσα, γιατί όταν πουλάς τη διοίκηση (δηλαδή και τη διαχείριση της «πελατείας») και υποθηκεύεις στην ουσία για το μέλλον και τις βασικές υποδομές που δεν έχει άλλος, πουλάς τον «αέρα». Υπάρχει τίμημα και αν ναι ποιο είναι και ποιος μπορεί να το καλύψει;
Ερώτημα 2ο : Αν δεν υπάρχει αυτή η αξιολόγηση , ποιος θα κληθεί να την κάνει και με ποιες προδιαγραφές; Και ποιες εγγυήσεις θα έχει η κοινωνία ότι το τίμημα θα υπολογιστεί σωστά; Πως εξασφαλίζεται η διαφάνεια στις διαδικασίες παραχώρησης;
Ερώτημα 3ο : Ποιος θα ορίσει τις προδιαγραφές αυτές και τους στόχους αυτής της ουσιαστικής μεταβολής; Θα πέσουν οι τιμές των υπηρεσιών στα μεγέθη των ευρωπαϊκών π.χ. τιμών ή θα ανέβουν και σε ποιο βάθος χρόνου; Το κράτος , εκφραστής της κοινωνίας, δεν πρέπει να εγγυηθεί την απρόσκοπτη πρόσβαση κάθε πολίτη στην επικοινωνία και την πληροφόρηση; Δεν πρέπει να εγγυηθεί την ασφάλεια και τις ατομικές ελευθερίες απέναντι στην πιθανή αυθαιρεσία του ιδιώτη “στρατηγικού συμμάχου”;
Ερώτημα 4ο: Θα πάψει το κράτος μετά τη στρατηγική συμμαχία να εκμεταλλεύεται τον ΟΤΕ για να εξυπηρετήσει μικροπολιτικές και ρουσφέτια «δικών του παιδιών» ή στο παζάρι που θα κάνει θα συνεχίσει να αξιώνει το βόλεμα των ημετέρων, άσχετα με το αν ωφελούν η όχι την επιχείρηση;
Ερώτημα 5ο και τελευταίο : Ποιος τελικά θα πάρει το αμέσως προσεχές διάστημα – μετά τη «στρατηγική συμμαχία» - τις εξαιρετικά κρίσιμες και καθοριστικές για το μέλλον των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα αποφάσεις; Το κράτος ή ο «ιδιώτης σύμμαχος»; Και ποιος θα είναι τέλος πάντων αυτός ο «σύμμαχος»; Ένα Fund από το Ντουμπάι ή το Χονγκ Κονγκ ή ένας τηλεπικοινωνιακός οργανισμός με γνώση και εμπειρία;
Αυτά τα πέντε βασικά ερωτήματα δεν απαντώνται από την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Και δεν απαντώνται ούτε από τις εξαγγελίες της, ούτε από τις πρακτικές της. Και δυστυχώς οι ίδιες πρακτικές ακολουθούνται και σε άλλους τομείς (ενέργεια, λιμάνια κλπ) και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε χειρότερες και ακριβότερες υπηρεσίες ενέργειας, επικοινωνιών και μεταφορών προς τους πολίτες , σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Βασική αιτία γιαυτό η διαχρονική αδυναμία του νεότερου ελληνικού κράτους να δημιουργήσει και να θωρακίσει τέτοιους βασικούς θεσμούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς που θα εξασφαλίζουν την ομαλή και διαφανή λειτουργία της αγοράς και θα εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες ότι αυτό παίζει το ρόλο για τον οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από την κοινωνία και όχι το ρόλο του «μεσίτη» της δημόσιας κοινωνικής περιουσίας.
Το πρόσφατο παράδειγμα του σκανδάλου Siemens στη Γερμανία - που παρεμπιπτόντως αγγίζει και την Ελλάδα και τον ΟΤΕ και θα έχει πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα - μας δίνει μερικές πολύ ανησυχητικές ενδείξεις για το σε πόσο λάθος κατεύθυνση κινείται σήμερα το ελληνικό κράτος!
Πρώτη δημοσίευση : diablog.gr
1 σχόλιο:
Πως τα ήξερες από τότε;
ΧΩΡΙΣ ΘΕΜΑ!!!
Δημοσίευση σχολίου