Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Νέα Ζηλανδία αποτύγχανε χειρότερα από πολλούς άλλους τομείς. Στα 20 χρόνια που είχαν προηγηθεί της ανάληψης της εξουσίας από την κυβέρνηση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία είχαν διπλασιαστεί και τα αποτελέσματα, ιδιαίτερα για τους μαθητές από τα χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, συνέχιζαν να φθίνουν.
Οταν ανέλαβαν την εξουσία, γράφει ο κ. Maurice Ρ. McTigue, η δημόσια εκπαίδευση κόστιζε τα διπλάσια χρήματα και ήταν με όλες τις διεθνείς μετρήσεις χειρότερη από εκείνη που παρεχόταν πριν από 20 χρόνια. Ως εκ τούτου ήταν προφανές ότι η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο και ότι πολλά έπρεπε να αλλάξουν.
Το πρώτο που έκαναν ήταν να μάθουν πού πήγαιναν τα χρήματα που δαπανούσε το Δημόσιο για την εκπαίδευση. Για τον σκοπό αυτόν, και επειδή δεν είχαν εμπιστοσύνη στις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, ανέθεσαν τη σχετική έρευνα σε διεθνή εταιρεία συμβούλων.
Αυτοί σύντομα βρήκαν και ανέφεραν ότι το 70% των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση πήγαινε για μισθούς και άλλες δαπάνες συναφείς με τη λειτουργία των διοικητικά διοριζόμενων εκπαιδευτικών συμβουλίων που είχαν την ευθύνη των σχολείων σε όλους τους βαθμούς της εκπαίδευσης.
Μόλις έγινε γνωστή αυτή η διαπίστωση, η κυβέρνηση κατάργησε όλα τα εκπαιδευτικά συμβούλια και τη θέση τους πήραν συμβούλια εκλεγμένα από τους γονείς των παιδιών που φοιτούσαν σε κάθε σχολείο.
Δεδομένου ότι οι γονείς ήταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι για την εκπαίδευση των παιδιών τους, αυτοί αποκλειστικά και κανένας άλλος έπρεπε να φέρουν την ευθύνη και την αρμοδιότητα της αποτελεσματικής λειτουργίας τους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση περιορίστηκε στην παροχή σε κάθε σχολείο ενός ποσού ανάλογου με τον αριθμό των μαθητών που φοιτούσαν σε αυτό και το εκλεγμένο εκπαιδευτικό συμβούλιο μπορούσε να το χρησιμοποιήσει όπως θεωρούσε καλύτερα, χωρίς καμιά προϋπόθεση από την πλευρά της κυβέρνησης.
Μέσα σε μια ημέρα 4.500 σχολεία πέρασαν από το παλαιό γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό σύστημα εκπαίδευσης στο νέο, κάτω από την ευθύνη των ίδιων των γονέων. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πληροφόρησε τους γονείς ότι δεν ήταν πλέον υποχρεωμένοι να στέλνουν τα παιδιά τους στα κακά δημόσια σχολεία που τους επέβαλλαν τα προηγούμενα κρατικά εκπαιδευτικά συμβούλια.
Από την ημέρα της μεγάλης μεταρρύθμισης μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε όποια δημόσια σχολεία θεωρούσαν τα καλύτερα, και όχι μόνο. Γιατί η κυβέρνηση φρόντισε οι όροι της δημόσιας επιδότησης της εκπαίδευσης να ισχύουν εξίσου για τα δημόσια και τα ιδιωτικά σχολεία. Οπότε οι γονείς μπορούσαν να επιλέξουν οποιοδήποτε σχολείο, δημόσιο η ιδιωτικό, χωρίς να αποστερηθούν την κρατική επιδότηση.
Οπως σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, πολλοί πρόβλεψαν ότι η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση θα προκαλούσε μια μαζική έξοδο μαθητών από τα δημόσια στα ιδιωτικά σχολεία γιατί τα τελευταία παρείχαν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της τάξης του 14%-15%. Αλλά οι προβλέψεις τους και πάλι διαψεύστηκαν γιατί μέσα σε διάστημα δύο σχολικών ετών το πιο πάνω συγκριτικό πλεονέκτημα των ιδιωτικών σχολείων εξαφανίστηκε. Γιατί; Διότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αντιλήφθηκαν ότι αν έχαναν τους μαθητές τους θα έχαναν την κρατική επιδότηση και μοιραία σε τελευταία ανάλυση θα έχαναν τις θέσεις τους.
Συμπέρασμα για προβληματισμό:
όταν άρχισε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη Νέα Ζηλανδία 85% του μαθητικού πληθυσμού πήγαιναν σε δημόσια σχολεία.
Τον πρώτο χρόνο το πιο πάνω ποσοστό έπεσε σε 84%. Αλλά τρία χρόνια αργότερα το ποσοστό ανήλθε σε 87%.
Πρώτη δημοσίευση : diablog.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου